Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐδιάλλακτον

См. также в других словарях:

  • εὐδιάλλακτον — εὐδιάλλακτος easy to reconcile masc/fem acc sg εὐδιάλλακτος easy to reconcile neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδιάλλακτος — η, ο (ΑΜ εὐδιάλλακτος, ον) αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάλλακτος (< διαλλάσσομαι) πρβλ. α διάλλακτος, δυσ διάλλακτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»