-
1 ευδιάλλακτον
εὐδιάλλακτοςeasy to reconcile: masc /fem acc sgεὐδιάλλακτοςeasy to reconcile: neut nom /voc /acc sg -
2 εὐδιάλλακτον
εὐδιάλλακτοςeasy to reconcile: masc /fem acc sgεὐδιάλλακτοςeasy to reconcile: neut nom /voc /acc sg -
3 μετριο-παθής
μετριο-παθής, ές, sich in seinen Leidenschaften mäßigend, bes. nachgiebig, menschenfreundlich, N. T.; τὸ μ. neben εὐδιάλλακτον, D. H. 8, 61. – Adv., μετριοπαϑῶς διατίϑεται, S. Emp. adv. eth. 162.
См. также в других словарях:
εὐδιάλλακτον — εὐδιάλλακτος easy to reconcile masc/fem acc sg εὐδιάλλακτος easy to reconcile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιάλλακτος — η, ο (ΑΜ εὐδιάλλακτος, ον) αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάλλακτος (< διαλλάσσομαι) πρβλ. α διάλλακτος, δυσ διάλλακτος] … Dictionary of Greek