-
1 μετρητική
-
2 μετρητικῇ
-
3 μετρητική
μετρητικόςskilled in measuring: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 στατικός
A causing to stand, bringing to a stand-still, Arist.Pr. 908a24; ἀρχὴ ς. principle of rest, opp. κινητική, Id.Metaph. 1049b8, cf. 1019a35, Top. 127b16;ἄρτου γένος σ. κοιλίας Str.17.2.5
(nisi σταλτ- legend.), cf. Philistion ap.Ath.3.115d: hence, astringent, Diph.Siph. ap. Ath.3.80f ([comp] Comp.); ἡ -κή an astringent herb, thrift, Armeria canescens, Dsc.Eup.2.87; σ. πόα ib.1.110.2 περὶ σ. ποιήσεως, composition of στάσιμα (q.v.), title of work by Ptolemaeus, An.Boiss.4.458.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στατικός
См. также в других словарях:
μετρητικῇ — μετρητικός skilled in measuring fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητική — μετρητικός skilled in measuring fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητικός — ή, ό (Α μετρητικός, ή, όν) [μετρητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση ή που είναι αρμόδιος για μέτρηση ή που είναι ικανός στη μέτρηση («ἐπειδή μέτρον καὶ μετρητικἠ καὶ μετρητικὸς τὸ μεῑζον καὶ τὸ ἔλαττον διακρίνει», Πλάτ.) 2. το θηλ … Dictionary of Greek
ένδεια — η (AM ἔνδεια) 1. έλλειψη τών αναγκαίων, απορία 2. έλλειψη («ένδεια χρημάτων, πόρων, θάρρους», «ένδεια πνευματική», «ἔνδεια δυνάμεως») αρχ. 1. στέρηση, έλλειψη (σε αντίθεση προς την υπερβολή) («μετρητική... ὑπερβολῆς τε καὶ ἐνδείας») 2. λιμός,… … Dictionary of Greek
γεωφωτογραμμετρία — η επιστήμη και τεχνική η οποία ασχολείται με τη λήψη γεωφωτογραμμάτων και με τη μετρητική ή χαρτογραφική απόδοση τους … Dictionary of Greek
γεωφωτόγραμμα — το επίγεια φωτογραφία που λαμβάνεται ώστε να χρησιμοποιηθεί για μετρητική ή χαρτογραφική απόδοση … Dictionary of Greek
κορδέλα — Λέξη που έχει ποικίλες έννοιες και χρήσεις. Έτσι, μπορεί να σημαίνει ταινία από ύφασμα, δέρμα ή άλλη ύλη· μετρική στενή ταινία από κηρωτό ύφασμα για την καταμέτρηση εκτάσεων, οικοπέδων κ.ά.· πριόνι που χρησιμοποιείται στα μηχανικά πριονιστήρια.… … Dictionary of Greek
μετροεικόνα — η φωτογραφική εικόνα που λαμβάνεται από ειδική συσκευή, τον μετροεικονοθάλαμο, με σκοπό τη μετρητική και χαρτογραφική απόδοση μιας περιοχής … Dictionary of Greek
κορδέλα — η (λ. ιταλ.) 1. ταινία από ύφασμα: Δένει τα μαλλιά της με μια κορδέλα. 2. μετρητική ταινία. 3. ελικοειδής δρόμος στην πλαγιά βουνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)