Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μετεωρίζομαι

См. также в других словарях:

  • μετεωρίζομαι — μετεωρίζομαι, μετεωρίστηκα, μετεωρισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μετεωρίζομαι — μετεωρίστηκα, μετεωρισμένος 1. ανυψώνομαι: Το αερόστατο μετεωρίστηκε στο γαλανό ουρανό. 2. (ναυτ.), βγαίνω στα ανοιχτά: Το ιστιοφόρο μετεωρίστηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετεωρίζομαι — μετεωρίζω raise to a height pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροπλέω — πλέω στον αέρα, πλέω απαλά, μετεωρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • αιωρώ — ( έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή) Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω ΙΙ. μέσ. 1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι 2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι 3. (για τα πτηνά)… …   Dictionary of Greek

  • εναιωρούμαι — ( έομαι) (Α ἐναιωροῦμαι) νεοελλ. αιωρούμαι, μετεωρίζομαι μέσα σε κάτι αρχ. 1. επιπλέω σε υγρή επιφάνεια, περιπλανώμαι μέσα σε κάτι («πολὺν θαλάσςῃ χρόνον ἐναιωρούμενον» περιπλανώμενον, Ευριπ.) 2. (απολ.) βρίσκομαι σε συνεχή κίνηση 3. ιατρ. «οὖρα… …   Dictionary of Greek

  • ενευδιώ — ἐνευδιῶ, άω και επικ. τ. ἐνευδιόω (Α) [ευδιώ] (για πτηνό) πετώ στον καθαρό ουρανό, μετεωρίζομαι, αρμενίζω …   Dictionary of Greek

  • εξανεμώ — ἐξανεμῶ, όω (AM) [ανεμώ] εξανεμίζω μσν. παθ. 1. μετεωρίζομαι, πετώ στον αέρα 2. μεταβάλλομαι σε άνεμο, ματαιώνω αρχ. 1. γεμίζω κάτι με αέρα, φουσκώνω 2. επαίρομαι ανοήτως, φουσκώνω, παίρνουν τα μυαλά μου αέρα («ἐξηνεμώθην μωρίᾳ», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • εξαπαρτώμαι — ἐξαπαρτῶμαι, άομαι (Α) αιωρούμαι, είμαι στον αέρα, *μετεωρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • επιποτώμαι — ἐπιποτῶμαι, άομαι (Α) [ποτώμαι] 1. πετώ από πάνω, εκτείνομαι πάνω σε κάτι, απλώνομαι («τοῑον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ μύσος πεπόταται», Αισχύλ.) 2. μετεωρίζομαι 3. επιπλέω, επιπολάζω …   Dictionary of Greek

  • ζυγοστατώ — (AM ζυγοστατῶ, έω) [ζυγοστάτης] σταθμίζω με ζυγό, ζυγίζω μσν. 1. κάνω κάτι να ισορροπήσει 2. ελέγχω, κρίνω 3. βασανίζω στη σκέψη μου, σκέπτομαι βαθιά («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῑν», Φώτ.) αρχ. 1. είμαι ζυγοστάτης, ζυγιστής 2. παθ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»