Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μετεσσεύοντο

См. также в других словарях:

  • μετεσσεύοντο — μετά , εἰσ σεύω put in quick motion imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετασεύομαι — και επικ. τ. μετασσεύομαι (Α) 1. σπεύδω μετά από κάποιον ή πίσω από κάποιον, συνοδεύω κάποιον με σπουδή ή παρακολουθώ κάποιον σπεύδοντας («πολλαὶ δὲ μετεσσεύοντο γεραιαί», Ομ. Ιλ.) 2. τρέχω ή ορμώ εναντίον κάποιου ή πίσω από κάποιον, καταδιώκω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»