Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μετα-πήγνῡμι

См. также в других словарях:

  • μεταπηγνύμενον — μετά πήγνυμι Aër. pres part mp masc acc sg μετά πήγνυμι Aër. pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταπήγνυσθαι — μετά πήγνυμι Aër. pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταπήγνυται — μετά πήγνυμι Aër. pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταπαγέντα — μεταπᾱγέντα , μετά , ἀπό ἄγνυμι break aor part pass neut nom/voc/acc pl μεταπᾱγέντα , μετά , ἀπό ἄγνυμι break aor part pass masc acc sg μετά πάσσω sprinkle aor part pass neut nom/voc/acc pl μετά πάσσω sprinkle aor part pass masc acc sg μετά… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεπήγνυτο — μετεπή̱γνυτο , μετά ἐπάγνυμι break imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) μετά πήγνυμι Aër. imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταπήγνυσι — μεταπήγνῡσι , μετά πήγνυμι Aër. pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγος — I Αρχαία ελληνική πόλη της Πελοποννήσου, αρχαιότερη και από την Κόρινθο. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την πόλη αυτή. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Σύρου, του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * (I) ο …   Dictionary of Greek

  • Παγασές — Σημαντική πόλη της αρχαίας Πελασγιώτιδας. Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στα ερείπια της αρχαίας Δημητριάδας, στην αρχή της εθνικής οδού Βόλου Αθήνας. Οι Π. ήταν επίνειο των αρχαίων Φερών (σημ. Βελεστίνο) και μαζί με την Ιωλκό και την Άλο… …   Dictionary of Greek

  • κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… …   Dictionary of Greek

  • ναμασιπήξ — ναμασιπήξ, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει πήξει, που έχει κρυσταλλωθεί μετά από εξάτμιση τού νερού («ἃλς ναμασιπήξ», Αγλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δοτ. πληθ. νάμασι τής λ. νάμα «νερό πηγής» (πρβλ. ναυσί πομπος»), + πηξ (< πήγνυμι), πρβλ. κρυσταλλο… …   Dictionary of Greek

  • παξ — (I) Α 1. (παρακελευσματικό επιφών. προκειμένου να τελειώσει μια συζήτηση) αρκετά, φτάνει πια, αρκεί 2. (κατά τον Ησύχ., κατά παρανόηση) «πάξ ὑπόδημα εὐυπόδητον ἤ ὁμοίως ἔχει». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επιφών. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα πᾰγ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»