-
1 μετα-κεράννῡμι
μετα-κεράννῡμι (s. κεράννυμι), ummischen, anders mischen, aus einem Gefäß in das andere hineinmischen, εἰς καϑαρὸν ἀγγεῖον ἐκ ῥυπαροῦ μετακεράσαντες, Plut. reip. ger. praec. 4; verwandeln, Paus. 9, 28, 4.
-
2 κεράννῡμι
κεράννῡμι u. κεραννύω, z. B. Alc. com. Ath. X, 424 d, fut. κεράσω, att. κερῶ, κερᾷς, aor. ἐκέρασα, ep. κεράσσω u. ἐκέρασσα, perf. κέκρᾱκα u. κέκρᾱμαι, aor. med. ἐκερασάμην, ep. κεράσσατο, von einer syncopirten Form im Conj. κέρωνται, Il. 4, 260, aor. pass. ἐκράϑην u. ἐκεράσϑην (s. Beispiele unten), adj. verb. κεραστός, Ep. ad. 295 ( Plan. 83); vgl. über dies u. das perf. κεκέρασμαι Lob. zu Phryn. 582; der aor. act. κρῆσαι nur im compos. ἐπικεράννυμι. Vgl. auch κεράω, κεραίω, κιρνάω u. κίρνημι (nach Ath. XI, 476 a von κέρας, Trinkhorn); – mischen, mengen, vermischen; am gewöhnlichsten bei Hom. u. Folgdn von der Vermischung des dicken u. starken Weines mit Wasser, denn so gemischt wurde der Wein gewöhnlich getrunken; κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυϑρόν Od. 5, 93; im med., κρητῆρα κερασσάμενος 7, 179. 13, 50, einen Mischkrug mischen, d. i. ihn mit gemischtem Wein anfüllen; τὸν κρατῆρα κεραννύουσιν Hyperid. bei Ath. X, 424 d; vgl. πῶς οὖν κέκραται ὁ σκύφος Eur. Cycl. 554 u. κύλικος ἴσον ἴσῳ κεκραμένης Ar. Plut. 1132, der Wein u. Wasser zu gleichen Theilen gemischt enthält; ὅτε οἶνον ἐνὶ κρητῆρσι κέρωνται Il. 4, 260; das praes. hat Hom. noch nicht; κέρασον ἄκρατον Ar. Eccl. 1123; τοῖς ϑεοῖς εὐχόμενοι κεραννύωμεν Plat. Phil. 61 b; κρᾶμα κερασάμενος Tim. Locr. 95 e; οἶνος κερασϑείς Xen. An. 5, 4, 29, v. l. κεραϑείς, vgl. Anacr. 36, 11; bei Sp. übh. einschenken, zu trinken geben. – Von andern Dingen, mischen, durch Mischung mildern; vom Badewasser, Od. 10, 362; πλοῦτον ἀρετᾷ κεκραμένον, Reichthum mit Tugend verbunden, Pind. P. 5, 2, vgl. Ol. 11, 109; κέκραται γῆρας ἱερᾷ γενεᾷ P. 10, 41, das Alter naht sich dem Geschlecht; ϑεόσυτος ἢ βρὀτειος ἢ κεκραμένη Aesch. Prom. 116; κεραννύντας ἡδονὴν φϑόνῳ Plat. Phil. 50 a; ὅσα πυρὶ καὶ γῇ κεράννυται Prot. 320 d; ἐπειδὰν ταῦτα καλῶς καὶ μετρίως κραϑῇ πρὸς ἄλληλα, im rechten Verhältniß zu einander gemischt, gehörig temperirt, Phaed. 86 c; νοῦς μετὰ τῶν καλλίστων αἰσϑήσεων κραϑείς Legg. XII, 961 d; μετὰ χολῆς μελαίνης κερασϑέν Tim. 85 a; φωνὴ μὲν μεταξὺ τῆς τε Χαλκιδέων καὶ Δωρίδος ἐκράϑη Thuc. 6, 5; κεκραμένος πρὸς χαλκὸν ἄργυρος Dem. 24, 214; Sp., φύσει πρὸς πᾶσαν ἀρετὴν εὖ κεκραμένος, von Natur zu jeder Tugend befähigt, Plut. Num. 3.
-
3 μετακεράννῡμι
μετα-κεράννῡμι, ummischen, anders mischen, aus einem Gefäß in das andere hineinmischen; verwandeln
См. также в других словарях:
μετακεραννύει — μετά κεράννυμι mix pres ind mp 2nd sg μετά κεράννυμι mix pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεραννύμενον — μετά κεράννυμι mix pres part mp masc acc sg μετά κεράννυμι mix pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεραννύειν — μετά κεράννυμι mix pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεραννύοντας — μετά κεράννυμι mix pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεράννυται — μετά κεράννυμι mix pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεράσαντος — μετά κεράννυμι mix aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκέρασεν — μετά κεράννυμι mix aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεράσας — μετακεράσᾱς , μετά κεράννυμι mix aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) μετακερά̱σᾱς , μετά κεράω mix pres part act fem acc pl (epic doric) μετακερά̱σᾱς , μετά κεράω mix pres part act fem gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεραννύς — μετακεραννύ̱ς , μετά κεράννυμι mix pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… … Dictionary of Greek