-
1 μετα-γράφω
μετα-γράφω, umschreiben, anders schreiben; Eur. I. A. 108; Thuc. 1, 132; νόμον, d. i. verändern, Din. 1, 42; vgl. D. L. 3, 37; verfälschen, Dem 21, 85; τἀναντία ταῖς διαϑήκαις μεταγραφῆναι, Isae. 4, 13; die Lesart ändern in einem Buche, Plut. de aud. poet. 11. – In eine andere Schrift oder Sprache übersetzen, τὰς ἐπιστολὰς μεταγραψάμενοι ἐκ τῶν Ἀσσυρίων γραμμάτων ἀνέγνωσαν, Thuc. 4, 50; μεταγράψαι ἐς τὸ Ἑλληνικόν, Luc. hist. conscr. 21.
-
2 γράφω
a inscribe met.ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα, πόθι φρενὸς ἐμᾶς γέγραπται O. 10.3
I dedicate ἔλαφον ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ' Ὀρθωσίᾷ ἔγραψεν ἱεράν ( Ὀρθωσίας coni. Ahrens, metri causa) O. 3.30II ordain c. acc. & inf.καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντινἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.7
-
3 συγ-γράφω
συγ-γράφω, aufschreiben, niederschreiben, malen; ἔοικας χηνὶ συγγεγραμμένῳ, Ar. Av. 805; auch med., τὰ δ' ἄλλα μετὰ τῆς γραμματέως συγγράψομαι, Thesm. 432 (s. unten), συγγράψασϑαι, Her. 1, 47. 48; die Dreißigmänner in Athen werden gewählt, οἳ τοὺς πατρίους νόμους συγγράψουσι, Xen. Hell. 2, 3, 2. – Bes. geschichtliche Thatsachen zusammentragen u. aufzeichnen, ein Geschichtswerk abfassen, Thuc. 1, 1; τὰς πράξεις, Pol. 3, 6, 1 u. Sp.; u. übh. ein Werk in Prosa schreiben, ὁ τὴν ὀψοποιΐαν συγγεγραφώς, Ath. IV, 112 d; ἐπαίνους καταλογάδην συγγράφειν, Plat. Conv. 177 b; Ggstz von ποιεῖν, Lys. 205 a; s. Schaef. D. Hal. de C. V. p. 25. 70. 105. 185; selten von Dichtern, wie Pallad. 11 (X, 165) u. Theocr. ep. 20, 4. – Im engern Sinne = einen Contract abfassen, einen Vertrag machen, περί τινος, Isocr. 4, 147, vom Frieden; auch med., συγγράφεσϑαι πρός τι, in Bezug auf eine Sache einen Contract machen, vgl. Dem. 56, 47 u. öfter; συγγράφεσϑαι γάμον, die Ehe contractmäßig vollziehen, Plut. de stoic. repugn. 4; u. pass., ὁ συγγεγραμμένος, der durch einen Contract Verpflichtete, Hippocr. – Auch ἐν τῷ δήμῳ συγγράφεσϑαι, einen Volksbeschluß ausfertigen, Plat. Gorg. 451 b; s. oben Ar.
-
4 μεταγράφω
μετα-γράφω, umschreiben, anders schreiben; νόμον, d. i. verändern; verfälschen; die Lesart ändern in einem Buche. In eine andere Schrift oder Sprache übersetzen -
5 μεταγραφω
1) вносить изменения в текст, переделывать (sc. τὰς ἐπιστολάς Thuc.)2) подделывать Dem.3) переписывать Luc., Diod.4) тж. med. переводить (с другого языка)(τὰς ἐπιστολὰς ἐκ τῶν Ἀσσυρίων γραμμάτων Thuc. - ср. 1; ἐς τὸ Ἑλληνικόν Luc.)
-
6 через
черезпредлог с вин. п.1. (о пространстве, месте) διά, πάνω / διά μέσου (сквозь):мост \через реку ἡ γέφυρα πάνω ἀπό τό ποτάμι· ремень \через плечо́ τό λουρί στον ῶμο· перейти \через дорогу περνώ τόν δρόμο· ступи́ть \через порог περνώ τό κατώφλι, μπαίνω· прыгнуть \через барьер πηδώ πάνω ἀπό τόν φράχτη· прыгнуть \через ручей πηδώ τό ρυάκι· ехать \через реку περνώ τό ποτάμι· пройти \через лес περνώ διά μέσον τοῦ δάσους· перейти́, переехать \через что́-л. διαβαίνω (или διασχίζω, διαπερ(ν)ῶ)· ехать в Ленинград \через Москву́ μεταβαίνω στό Λένινγκραντ μέσω Μόσχας· ехать \через весь город διασχίζω ὅλη τήν πόλη· влезть \через окно μπαίνω ἀπ' τό παράθυρο· пройти \через испытания περνώ δοκιμασίες·2. (при посредстве) διά μέσου, μέσον, μέ τήν βοήθεια:оповестить \через газету γνωστοποιώ μέσον τής ἐφημερίδας· разговаривать \через переводчика μιλώ μέ τήν βοήθεια διερμηνέα· смотреть \через очки βλέπω μέ τά ματογυάλια·3. (о расстоянии) μετά:\через два километра начинается деревня μετά δύο χιλιόμετρα ἀρχίζει τό χωριό· она живет \через три до́ма от нас αὐτη κατοικεί τρία σπίτια πιό μακρυά ἀπό μᾶς· писать \через три строки γράφω ἀνά τρία διαστήματα·4. (о времени) ὑστερα ἀπό, μετά:приду́ \через час θά ἔλθω μετά ἀπό μιαν ὠρα· \через два дня ὕστερα ἀπό δυό μέρες, μετά δυό μέρες· \через некоторое время μετά ἀπό λίγον καιρό· регулярно \через день μέρα παρά μέρα· ◊ \через голову кого-л. разг χωρίς νά ρωτήσω κάποιον \через пень колоду разг κουτσά στραβά. -
7 через
(πρόθεση με αιτ.).1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•
перейти через улицу περνώ την οδό•
пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•
переступить через порог περνώ το κατώφλι.
|| (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.
|| πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.
2. μέσα απο•пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.
|| μέσο, δια μέσου•ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.
|| απο•проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.
3. υπέρ, πάνω απο•перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•
прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.
|| υπεράνω•через силу υπεράνω των δυνάμεων.
4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•
сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•
переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•
через расстрел με τουφεκισμό•
через повешение με απαγχονισμό.
5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•- болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•
полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.
|| μεταξύ, ανάμεσα•писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.
7. κάθε, ανά•курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•
принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•
работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.
-
8 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας. -
9 хорошо
επίρ.1. καλά•он работает хорошо αυτός εργάζεται καλά•
моя сестра хорошо пот η αδερφή μου τραγουδά καλά•
писать хорошо γράφω καλά (ωραία)•
чувствовать себя хорошо αισθάνομαι τον εαυτό μου καλά•хорошо вести себя φέρνομαι καλά•
одевать хорошо ντύνομαι καλά•
жить хорошо ζω καλά.
2. ως κατηγ. είναι καλά•хорошо на улице είναι καλά έξω•, что он сегодня придёт είναι καλά που θα έρθει σήμερα.
3. μόριο επιβεβαιωτικό• καλά•я приду через полчаса хорошо? θα έρθω μετά από μισή ώρα, καλά; || ας είναι, ας γίνει έτσι, καλά (σύμφωνος).
|| μόριο απειλητικό• καλά (θα δεις, θυμήσου το κ.τ.τ.). -
10 ὅδε
ὅδε, ἥδε, τόδε, demonstr. Pron.,A this, formed by adding the enclit. - δε to the old demonstr. Pron. ὁ, ἡ, τό, and declined like it through all cases: [dialect] Ep. dat. pl. τοῖσδεσσι, τοῖσδεσσιν, as well as τοῖσδε, Il.10.462, Od.2.47, al. ; andτοῖσδεσι 10.268
, 21.93 ;τοῖσδεσιν Democr. 175
;τοισίδε Hdt.1.32
, al.: [dialect] Aeol. gen. pl.τῶνδεων Alc.126
: Arg. gen. pl. τωνδεωνήν ( = τῶνδεων ἤν) Mnemos.57.208(vi B. C.): nom. pl. neut. ταδήν ibid., IG4.506.1 ; ταδή Sch.Ar.Ach. 744:—ὅδε, like οὗτος, is opp. ἐκεῖνος, to designate what is nearer as opp. to what is more remote ; but ὅδε refers more distinctly to what is present, to what can be seen or pointed out, though this distinction is sts. not observed, e.g.ξύμπας Ἀχαιῶν λαός, ἐν δὲ τοῖσδ' ἐγώ S.Ph. 1243
(v.l. τοῖς), cf. Ant. 449, and on the other hand, ἦ τόνδε φράζεις;—τοῦτον, ὅνπερ εἰσορᾷς Id.OT 1120
: the forms ὁδί, ἡδί, etc. [pron. full] [ῑ], are freq. in Com. and Oratt., but are not used in Trag.: the [pron. full] ῑ may be separated from the ὅδε by the adversative δέ, asτὸν μὲν.., τηνδεδί Ar.Av.18
, cf. Ec. 989.I of Place, to point out what is present or before one, Ἕκτορος ἥδε γυνή this is, or here is, the wife of Hector, Il.6.460 : very freq. in Trag.,ἀκτὴ μὲν ἥδε Λήμνου S.Ph.
I, cf.E.Tr.4, Ion5,Hel.I,HF 4,Ba.1 ; in Com., ἐγὼ σιωπῶ τῷδε; Ar.Ra. 1134, etc.; and in Prose,ὧν Θεόδωρος εἷς ὅδε Pl.Tht. 164e
; of what belongs to this world, Id.Phdr. 250a, Smp. 211c.2 with Verbs of action, = here, ἀνδρί, ὅστις ὅδε κρατέει who holds sway here, Il.5.175 ; ἔγχος μὲν τόδε κεῖται ἐπὶ χθονός here it lies, 20.345, cf. 21.533, Od.1.185, etc. ; ἥδ' ἡ κορώνη.. λέγει the crow here.., v.l. in Ar.Av.23 : freq. in Trag., esp. to indicate the entrance of a person on the stage, καὶ μὴν Ἐτεοκλῆς.. ὅδε χωρεῖ here comes.., E.Ph. 443, cf.S.OT 297, 531, 632, OC32, 549; f.l. in E.Heracl.80.3 with a pers. Pron., ὅδ' ἐγὼ.. ἤλυθον here am I come, Od.16.205 ; ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεθα let us here.., 1.76 ; δῶρα δ' ἐγὼν ὅδε.. παρασχέμεν here am I [ ready] to provide.., Il.19.140 : with a pr. n.,ὅδ' εἰμ' Ὀρέστης E.Or. 380
: withαὐτός, ὅδ' αὐτὸς ἐγώ Od.21.207
, 24.321.4 also with τίς and other interrog. words, τίς δ' ὅδε Ναυσικάᾳ ἕπεται; who is this following her? 6.276, cf. 1.225 ; τί κακὸν τόδε πάσχετε; what is this evil ye are suffering? 20.351 ; πρὸς ποῖον ἂν τόνδ'.. ἔπλει; S.Ph. 572, cf. 1204.5 in Trag. dialogue, ὅδε and ὅδ' ἀνήρ, = ἐγώ, Id.OT 534, 815, etc.; γυναικὸς τῆσδε, for ἐμοῦ, A.Ag. 1438 ;τῆσδέ γε ζώσης ἔτι S.Tr. 305
; so ξὺν τῇδε χερί with this hand of mine, Id.Ant.43, cf. OT 811.6 in Arist., τοδί designates a particular thing, 'such and such', ; , cf. b9 ;Καλλίᾳ κάμνοντι τηνδὶ τὴν νόσον τοδὶ συνήνεγκε Metaph. 981a8
; ; ἥδε ἡ ἰατρική, opp. αὐτὴ ἡ ἰ., Metaph. 997b30 ; τόδε τι a this, i.e. a fully specified particular, Cat. 3b10, al., cf. Gal.6.113,171 ;τόδε τι καὶ οὐσία Arist.Metaph. 1060b1
; πορευσόμεθα εἰς τήνδε τὴν πόλιν Ep. Jac.4.13.II of Time, to indicate the immediate present, , etc.: more strongly,κατ' ἦμαρ.. τὸ νῦν τόδε Id.Aj. 753
;τοῦδ' αὐτοῦ λυκάβαντος Od.14.161
; but νυκτὸς τῆσδε in the night just past, S.Aj.21 ;νυκτὶ τῇδε Id.El. 644
; so τῆσδε τῆς ὁδοῦ on this present journey, Id.OT 1478, cf. Ant. 878 (cj.) ; also ἀπόλλυμαι τάλας ἔτος τόδ' ἤδη δέκατον now for these ten years, Id.Ph. 312 ; τῶνδε τῶν ἀσκητῶν athletes of the present day, Pl.R. 403e.2 ἐς τόδε elliptic c. gen.,ἐς τόδ' ἡμέρας E.Ph. 425
;ἐς τόδε ἡλικίης Hdt.7.38
; πῶς ἐς τόδ' ἂν τόλμης ἔβη; S.OT 125.III in sentences beginning this is.., the Engl. this is freq. represented by nom. pl. neut. τάδε ; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ' ἐστίν this is not an ἔρανος, Od.1.226 ; ἆρ' οὐχ ὕβρις τάδ'; is not this insolence? S.OC 883 ; of persons, Ἀπόλλων τάδ' ἦν this was A., S. OT 1329 (lyr.) ;οὐ γὰρ ἔσθ' Ἕκτωρ τάδε E.Andr. 168
;οὐκέτι Τροία τάδε Id.Tr. 100
(anap.) ;οὐ τάδε Βρόμιος Id.Cyc.63
(lyr.) ;οὐκ Ἴωνες τάδε εἰσίν Th.6.77
; τάδ' οὐχὶ Πελοπόννησος, ἀλλ' Ἰωνία Inscr. ap.Str.9.1.6.2 to indicate something immediately to come, τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ (which then follows) Il.1.41, 504, cf. 455, al. ;Ἀθηναίων οἵδε ἀπέθανον IG12.943.2
: hence, in historical writers, opp. what goes before (cf. οὗτος c. 1.2),ταῦτα μὲν Λακεδαιμόνιοι λέγουσι.., τάδε δὲ ἐγὼ γράφω Hdt.6.53
;ταῦτα μὲν δὴ σὺ λέγεις· παρ' ἡμῶν δὲ ἀπάγγελλε τάδε X.An.2.1.20
, etc. ; v. οὗτος B.1.2 ; opp. ἐκεῖνος, S.El. 784 : rarely applied to different persons in the same sentence, νῦν ὅδε [La<*>us] πρὸς τῆς τύχης ὄλωλεν, οὐδὲ τοῦδ' ὕπο [ by Oedipus] Id.OT 948.3 as 'antecedent' to a defining Relat.,ὃν πόλις στήσειε, τοῦδε χρὴ κλύειν Id.Ant. 666
, cf. Tr.23, Ph.87, etc.: in Hom., in such cases, the δέ is separate, asὃς δέ κε μηρίνθοιο τύχῃ.., ὁ δ' οἴσεται ἡμιπέλεκκα Il.23.858
, cf. Od.11.148, 149, al. (but ὅδε sts. has its deictic force and the relat. clause merely explains, asνήσου τῆσδ' ἐφ' ἧς ναίει S.Ph. 613
, cf. Il.2.346, X.An.7.3.47, etc.).IV Adverbial usage of some cases:1 τῇδε,a of Place, here, on the spot, Il.12.345, Od. 6.173, etc. ; soτῶν τε ὑπὸ γῆς θεῶν καὶ τῶν τ. Pl.Lg. 958d
.2 acc. neut. τόδε with ἱκάνω, etc., hither, to this spot, Il.14.298, Od.1.409, al. ; alsoδεῦρο τόδε Il.14.309
, Od.17.444, 524.3 dat. pl. neut., τοισίδε in or with these words,τοισίδε ἀμείβεται Hdt.1.120
; τοισίδε προέχει in these respects, ib.32.
См. также в других словарях:
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… … Dictionary of Greek
κοιλιογραφία — η 1. ακτινογραφία τών κοιλιών τού εγκεφάλου μετά από ένεση, αφού γίνει ανάτρηση τού κρανίου και παρακέντηση, σκιαγραφικής ουσίας 2. ακτινογραφία τών κοιλιών τής καρδιάς μετά από ένεση σκιαγραφικής ουσίας με καθετηριασμό τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek