-
1 μεταφραστής
[мэтафрастис] ουσ. а. переводчик,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεταφραστής
-
2 переводчик
-
3 переводчик
(письменный) о μεταφραστής, (устный) о διερμηνέας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переводчик
-
4 переводчик
перево́дч||икм ὁ μεταφραστής (литературы)/ ὁ διερμηνεύς [-ας] (устный). -
5 буква
-ы θ.1. γράμμα (αλφαβήτου)•строчная буква το μικρό γράμμα•
прописная, заглавная -το κεφαλαίο γράμμα•
начальная буква το αρχικό γράμμα.
2. το τυπικό•переводчик должен передавать дух, а не -у ο μεταφραστής πρέπει να αποδίδει το πνεύμα (νόημα) και να μη μεταφράζει κατά γράμμα.
εκφρ.буква в -у – κατά γράμμα (ακριβώς)•быть, оставаться мертвой -ой – είμαι, μένω νεκρό γράμμα (χωρίς πρακτική εφαρμογή), λέγεται για νόμο, απόφαση. -
6 дублёр
-а α.1. δεύτερος εκτελεστής ίδιας δουλειάς, εφεδρικός.2. ηθοποιός-αναπληρωτής πρωταγωνιστή. || (κινημτγ.) ηθοποιός-μεταφραστής. -
7 интерпретатор
-а α. (γραπ. λόγος) ερμηνευτής νοήματος, νόμου κ.τ.τ., μεταφραστής. -
8 переводчик
-а α.-ца, -ы θ.μεταφραστής, -άστρια• διερμηνέας, δραγομάνος. -
9 перелавливать
ρ.δ.βλ. переловить.συλλαμβάνομαι, πιάνομαι (για όλους, πολλούς).. перелавливать перелагатель-я α. παλ.διερμηνέας μεταφραστής.- διασκευαστής φιλολογικών ή μουσικών έργων.
См. также в других словарях:
μεταφράστης — μεταφράστης, ὁ (ΑΜ) βλ. μεταφραστής … Dictionary of Greek
μεταφραστής — translator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφραστής — ο, θηλ. άστρια (ΑΜ μεταφραστής και μεταφράστης) [μεταφράζω] 1. αυτός που αποδίδει προφορικό ή γραπτό λόγο με άλλο φραστικό τρόπο ή σε άλλο λεκτικό ύφος, εξηγητής, ερμηνευτής, μεταγλωττιστής 2. το πρόσωπο που μεταφέρει προφορικό ή γραπτό λόγο από… … Dictionary of Greek
μεταφραστής — ο θηλ. άστρια 1. αυτός που μεταφράζει κάποιο κείμενο: Ο μεταφραστής δεν απόδωσε σωστά το βιβλίο. 2. ο επαγγελματίας που αναλαμβάνει μεταφράσεις: Είναι συγγραφέας και μεταφραστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταφραστοῦ — μεταφραστής translator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφραστῇ — μεταφραστής translator masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφραστήν — μεταφραστής translator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βάρναλης, Κώστας — (Πύργος, Βουλγαρία 1882 ή 1884 – Αθήνα 1974). Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Νέος ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1909 άρχισε να υπηρετεί στο Δημόσιο ως δάσκαλος, το… … Dictionary of Greek
Έξαρχος, Θεόδωρος — (Κέρκυρα 1930 –). Ηθοποιός και μεταφραστής θεατρικών έργων. Σπούδασε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Η σπουδαία άρθρωση και εκφορά λόγου που διαθέτει του επέτρεψαν να ασχοληθεί ιδιαιτέρως και με το ραδιόφωνο. Το 1951 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek