Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διερμηνέας

См. также в других словарях:

  • διερμηνέας — ο 1. αυτός που εξηγεί, μεταδίδει λόγο ή διάθεση κάποιου με ακρίβεια («διερμηνέας τής κοινής γνώμης») 2. αυτός που βοηθά αλλόγλωσσους να συνεννοηθούν μεταφράζοντας όσα λέει ο ένας στη γλώσσα τού άλλου 3. γεν. μεσάζοντας, μεσολαβητής 4. «μέγας… …   Dictionary of Greek

  • διερμηνέας — ο, η ο γλωσσομαθής που βοηθάει δυο αλλόγλωσσους να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο, ο δραγουμάνος: Στις διεθνείς συσκέψεις υπάρχουν πάντα διερμηνείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουρούζης — Επώνυμη βυζαντινής και φαναριώτικης οικογένειας. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), οι Μ. κατέφυγαν στην Τραπεζούντα και συνδέθηκαν με τον εκεί αυτοκρατορικό οίκο. Ο φαναριώτικος κλάδος εγκαταστάθηκε το 1665 στη… …   Dictionary of Greek

  • Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • καρατζάς — I Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας, πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν ως αξιωματούχοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το όνομα Κ. –που στα τουρκικά σημαίνει μαυριδερός– αναφέρθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 15ου… …   Dictionary of Greek

  • Γκίκας — I Φαναριώτικη οικογένεια αλβανικής καταγωγής. Πολλά από τα μέλη της τιμήθηκαν με σημαντικά αξιώματα από τους σουλτάνους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από τους πρώτους κιόλας αιώνες μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. 1. Γεώργιος Ματθίας (1590 – …   Dictionary of Greek

  • Νικούσιος, Παναγιώτης — (; – Σάξα, Πολωνία 1673). Μέγας Διερμηνέας της Πύλης, ο πρώτος Έλληνας που ανέβηκε στο αξίωμα αυτό. Οι ιστορικές ειδήσεις για τη ζωή του είναι πενιχρές και αντιφατικές. Έτσι, ως τόπος γέννησής του φέρονται η Κωνσταντινούπολη, η Χίος, η Ακαρνανία… …   Dictionary of Greek

  • Καλλιμάχης — Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας λογίων και ηγεμόνων της Μολδαβίας. 1. Αλέξανδρος (1737 – Κλαυδιούπολη 1821). Γιος του Ιωάννη (βλ. 3.). Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία και εργάστηκε στο υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας έως το 1785, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • Παπαρρηγόπουλος, Ιωάννης — (Νάξος 1780 – Αθήνα 1874). Φιλικός. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και στη Μόσχα. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Γ. Ολύμπιου, πήγε στην Ιταλία, όπου επιδόθηκε στη σπουδή της ιατρικής. Στις παραμονές της Επανάστασης πήγε στην Πάτρα και… …   Dictionary of Greek

  • Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που …   Dictionary of Greek

  • δίγλωσσος — η, ο (Α σσος, ον και ττος, ον) 1. αυτός που έχει δύο γλώσσες 2. αυτός που μιλά δύο γλώσσες 3. (για επιγραφές, βιβλία, νόμους κ.λπ.) ο συντεταγμένος σε δύο γλώσσες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίγλωσσο αρχ. 1. δόλιος, απατηλός («οὕτως ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»