-
1 πρόσγειος
A near the earth, of the moon,ποτιγειοτάτα Ti.Locr.96d
, cf. Stoic.2.196 ([comp] Comp.); - ότερος, of a planet, Arist.Mu. 392a16, cf. Cleom.2.6 ([comp] Sup.);- ότατος ἡμῖν ὁ καρκίνος Porph. Antr.21
;- όταται πτήσεις Ph.2.114
, cf. Plu.2.727f;ψυχαί Ph.1.641
; τὰ π. mundane things, opp. μετάρσια, Placit.3.8.2;ἡ π. περὶ τὸν ἀέρα ταχυτής Porph.
ap. Eus.PE3.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσγειος
См. также в других словарях:
πρόσγειος — ο / πρόσγειος, ον, ΝΑ, θηλ. και εια, Ν, δωρ. τ. ποτίγειος, ον, Α 1. (για τη σελήνη, τους πλανήτες κ.ά. ουράνια αντικείμενα) αυτός που βρίσκεται κοντά στη γη («προσγειότατος ἡμῑν ὁ καρκίνος», Πορφ.) 2. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κοντά στο… … Dictionary of Greek