Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μεταρρίπτω

См. также в других словарях:

  • μεταρριπτώ — μεταρριπτῶ, έω (Α) μεταρρίπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μεταρρίπτω κατά τα συνηρ. ρ.] …   Dictionary of Greek

  • μεταρρίπτω — (ΑΜ) 1. ρίχνω από ένα μέρος σε άλλο αρχ. παρασύρω από μια πλευρά σε άλλη («εἰ γὰρ μὴ σὺν καιρῷ τότε μετέρριψε τοὺς Ἀχαιούς... ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ρωμαίων», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • μεταρρῖψαι — μεταρρίπτω toss from side to side aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρρίπτει — μεταρρί̱πτει , μεταρρίπτω toss from side to side pres imperat act 2nd sg (attic epic) μεταρρί̱πτει , μεταρρίπτω toss from side to side pres ind mp 2nd sg μεταρρί̱πτει , μεταρρίπτω toss from side to side pres ind act 3rd sg μεταρρί̱πτει ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρριπτουμένας — μεταρρῑπτουμένᾱς , μεταρρίπτω toss from side to side pres part mp fem acc pl (attic epic doric) μεταρρῑπτουμένᾱς , μεταρρίπτω toss from side to side pres part mp fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρριφέντων — μεταρρῑφέντων , μεταρρίπτω toss from side to side aor part pass masc/neut gen pl μεταρρῑφέντων , μεταρρίπτω toss from side to side aor imperat pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρριψάντων — μεταρρῑψάντων , μεταρρίπτω toss from side to side aor part act masc/neut gen pl μεταρρῑψάντων , μεταρρίπτω toss from side to side aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • μεταρριπτεῖσθαι — μεταρρῑπτεῖσθαι , μεταρρίπτω toss from side to side pres inf mp (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρριπτείτω — μεταρρῑπτείτω , μεταρρίπτω toss from side to side pres imperat act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»