-
1 μεταπειστος
-
2 μεταπειστός
μεταπειστόςopen to persuasion: masc /fem nom sg -
3 μεταπειστός
μεταπειστός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταπειστός
-
4 μετάπειστος
μετά-πειστος, der sich zu etwas anderem überreden, umstimmen läßt -
5 μεταπειστόν
μεταπειστόςopen to persuasion: masc /fem acc sgμεταπειστόςopen to persuasion: neut nom /voc /acc sg -
6 αμεταπειστος
21) несговорчивый, непреклонный Arst., Plut.2) неумолимый, неотвратимый(ἀνάγκη Arst.)
3) неизменный, непоколебимый(συμμαχία πρός τινα Diod.)
-
7 ευμεταπειστος
См. также в других словарях:
μεταπειστός — open to persuasion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπειστός — ή, ό (Α μεταπειστός, ή, όν και μετάπειστος, η, ον) [μεταπείθω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῑ, τὸ δὲ μεταπειστόν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
μεταπειστόν — μεταπειστός open to persuasion masc/fem acc sg μεταπειστός open to persuasion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάλλακτος — η, ο (Α ἀδιάλλακτος, ον) 1. αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται συμφιλίωση, ασυμβίβαστος. ασυμφιλίωτος, άσπονδος 2. α μετάπειστος, ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλλάττω. ΠΑΡ. ἀδιαλλαξία, ἀδιαλλακτικότητα] … Dictionary of Greek