-
1 μεταναστεύω
[мэтанастэво] р. переселяться,end эмигрировать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεταναστεύω
-
2 иммигрировать
-
3 эмигрировать
-
4 мигрировать
1. физ. μετακινώ, μετατοπίζω 2. (о народах) μεταναστεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мигрировать
-
5 иммигрировать
иммигр||и́роватьсов и Ш. μεταναστεύω. -
6 переезжать
переезжатьнесов1. (через что-л.) διαβαίνω, διέρχομαι, περνώ·2. (переселяться) μετακομίζω, μετοικώ/ μεταναστεύω (в другую страну):\переезжать из Москвы в Одессу μετοικώ ἀπό τήν Μόσχα στήν 'Οδησσό. -
7 перекочевать
перекочеватьсов, перекочевывать несов1. μετατοπίζομαι, μεταναστεύω·2. перен разг μετακομίζω, μετοικώ, ἀλλάζω κατοικία -
8 переселиться
переселить||ся1. (на другое место) μεταναστεύω, μετοικώ, ἀποδημῶ·2. (на другую квартиру) μετακομίζω, ἀλλάζω κατοικία. -
9 эмигрировать
эмигр||и́роватьсов и несов μεταναστεύω, ἐκπατρίζομαι, ἀποδημώ. -
10 эмигрировать
[ιμιγκρίραβατ'] ρ. μεταναστεύω -
11 эмигрировать
[ιμιγκρίραβατ'] ρ μεταναστεύω -
12 выроиться
-итсяρ.σ.(για μέλισσες) κάνω σμηνουργία, μεταναστεύω. -
13 выселить
ρ.σ.μ. ξεσπιτώνω, κάνω έξωση. || μετοικίζω.μετοικώ, μεταναστεύω•выселить из отечества εκπατρίζομαι.
-
14 иммигрировать
-рую, -руешь ρ.δ.κ.σ. μεταναστεύω. -
15 мигрировать
-рую, -руешьρ.δ. μετοικώ• μεταναστεύω• αποδημώ. -
16 отправить
-влю, -вишьρ.σ.μ.. (απο)στέλ-λω•отправить письмо στέλλω γράμμα•
отправить посылку στέλλω δέμα.
|| δίνω εντολή εκκίνησης. || κατευθύνω με σκοπό.εκφρ.отправить в рот отправить – βάζω στο στόμα•отправить на тот свет – στέλλω στον άλλο κόσμο (θανατώνω).αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ• πηγαίνω φεύγω (για πλοίο) αποπλέω, σαλπάρω•поезд -ится через час το τρένο θα φύγει μετά από μια ώρα•
отправить в путь ξεκινώ για ταξίδι, παίρνω δρόμο•
отправить домой πηγαίνω για το σπίτι.
εκφρ.отправить на тот свет (к предкам ή праотцам) – μεταναστεύω στον άλλο κόσμο.-влю, -вишьρ.σ.μ. παλ. εκτελώ, κάνω•отправить панихиду κάνω μνημόσυνο, παννυχίδα.
-
17 праотец
-тца α. παλ. βλ. прародитель.εκφρ.отправить ή отослать к -тцам – στέλλω στον άλλο κόσμο (σκοτώνω)•отправиться к -тцам – μεταναστεύω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω).
См. также в других словарях:
μεταναστεύω — remove pres subj act 1st sg μεταναστεύω remove pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταναστεύω — μεταναστεύω, μετανάστευσα και μετανάστεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταναστεύω — (ΑΜ μεταναστεύω) [μετανάστης] εγκαταλείπω έναν τόπο διαμονής και μεταβαίνω σε άλλον, γίνομαι μετανάστης, μετοικώ, αποδημώ αρχ. 1. μέσ. μεταναστεύομαι απομακρύνομαι, φεύγω, μετοικώ («μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς στρουθίον», ΠΔ) 2. μτφ. (σχετικά με… … Dictionary of Greek
μεταναστεύω — μετανάστεψα, εγκαταλείπω την πατρίδα μου για να ζήσω σε άλλον τόπο: Πολλοί Ευρωπαίοι μετανάστεψαν στην Αμερική στις αρχές του 20ού αι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταναστεύσει — μεταναστεύω remove aor subj act 3rd sg (epic) μεταναστεύω remove fut ind mid 2nd sg μεταναστεύω remove fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταναστεύσουσι — μεταναστεύω remove aor subj act 3rd pl (epic) μεταναστεύω remove fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μεταναστεύω remove fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταναστεύσω — μεταναστεύω remove aor subj act 1st sg μεταναστεύω remove fut ind act 1st sg μεταναστεύω remove aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταναστεύει — μεταναστεύω remove pres ind mp 2nd sg μεταναστεύω remove pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταναστεύοντα — μεταναστεύω remove pres part act neut nom/voc/acc pl μεταναστεύω remove pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταναστεύου — μεταναστεύω remove pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) μεταναστεύω remove imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταναστεύουσι — μεταναστεύω remove pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μεταναστεύω remove pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)