-
1 μεταλλεῖον
μεταλλεῖον, τό, das Metall, Plat. Legg. III, 678 d, σίδηρος καὶ χαλκὸς καὶ πάντα τὰ μεταλλεῖα.
-
2 μεταλλειον
-
3 μεταλλεῖον
μεταλλεῖον, τό, das Metall -
4 μεταλλεῖον
μεταλλ-εῖον, τό, in pl.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλεῖον
-
5 μεταλλείου
μεταλλεῖονminerals: neut gen sg -
6 μεταλλεία
-
7 μεταλλεῖα
См. также в других словарях:
μεταλλεῖα — μεταλλεῖον minerals neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλείου — μεταλλεῖον minerals neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλείο — Βλ. λ. ορυχείο· μετάλλευμα· μέταλλο. * * * το (Α μεταλλεῑον) [μέταλλο] νεοελλ. 1. ο χώρος ὄπου γίνεται η εξόρυξη μεταλλεύματος και το σύνολο τών σχετικών εγκαταστάσεων, ορυχείο μετάλλων, μεταλλωρυχείο 2. μτφ. α) αυτός που έχει κάτι σε αφθονία… … Dictionary of Greek