-
1 μεταλλειον
См. также в других словарях:
μεταλλεῖα — μεταλλεῖον minerals neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλείου — μεταλλεῖον minerals neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλείο — Βλ. λ. ορυχείο· μετάλλευμα· μέταλλο. * * * το (Α μεταλλεῑον) [μέταλλο] νεοελλ. 1. ο χώρος ὄπου γίνεται η εξόρυξη μεταλλεύματος και το σύνολο τών σχετικών εγκαταστάσεων, ορυχείο μετάλλων, μεταλλωρυχείο 2. μτφ. α) αυτός που έχει κάτι σε αφθονία… … Dictionary of Greek