-
1 μετα-κῑνέω
μετα-κῑνέω, vom Platze rücken u. anderswohin bringen, ἵνα μιν οἱ πολέμιοι μετακινῆσαι μὴ δυναίατο, Her. 9, 74. – Pass. od. med. sich fortbewegen, Her. 9, 51; μεταβάλλον καὶ μετακινούμενον γίγνεται τὸ πᾶν, Plat. Legg. X, 894 a; Sp., μετακινητέα ἡμῖν καὶ ἡ Οἴτη, Luc. Conv. 5; Plut. – Adj. verb. μετακινητός, umzuändern, ὁμολογία, Thuc. 5, 21.
-
2 μετακῑνέω
μετα-κῑνέω, vom Platze rücken u. anderswohin bringen; sich fortbewegen. Adj. verb. μετακινητός, umzuändern
См. также в других словарях:
μετακινητό — ή, ό (Α μετακινητός, ή, όν) [μετακινώ] αυτός που μπορεί να μετακινηθεί αρχ. αυτός που μπορεί να μεταβληθεί, μεταβλητός («βουλόμενος εἰδέναι εἰ ἔτι μετακινητὴ εἴη ἡ ὁμολογία», Θουκ.) … Dictionary of Greek
φορητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μεταφέρεται, να μετακομίζεται, ο μετακινητός: Το πολυβόλο είναι φορητό όπλο. 2. αυτός που εύκολα μεταφέρεται, ευκολομετακόμιστος: Αυτή η τηλεόραση είναι φορητή. 3. αυτός που βαστάζεται, που υποβαστάζεται, βασταχτός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετακινητούς — μετακῑνητούς , μετακινητός to be disturbed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακινητή — μετακῑνητή , μετακινητός to be disturbed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακινητήν — μετακῑνητήν , μετακινητός to be disturbed fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακινητῷ — μετακῑνητῷ , μετακινητός to be disturbed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)