Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μετακινητός

См. также в других словарях:

  • μετακινητό — ή, ό (Α μετακινητός, ή, όν) [μετακινώ] αυτός που μπορεί να μετακινηθεί αρχ. αυτός που μπορεί να μεταβληθεί, μεταβλητός («βουλόμενος εἰδέναι εἰ ἔτι μετακινητὴ εἴη ἡ ὁμολογία», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • φορητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μεταφέρεται, να μετακομίζεται, ο μετακινητός: Το πολυβόλο είναι φορητό όπλο. 2. αυτός που εύκολα μεταφέρεται, ευκολομετακόμιστος: Αυτή η τηλεόραση είναι φορητή. 3. αυτός που βαστάζεται, που υποβαστάζεται, βασταχτός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετακινητούς — μετακῑνητούς , μετακινητός to be disturbed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακινητή — μετακῑνητή , μετακινητός to be disturbed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακινητήν — μετακῑνητήν , μετακινητός to be disturbed fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακινητῷ — μετακῑνητῷ , μετακινητός to be disturbed masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»