-
1 μετακινητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετακινητός
-
2 μετακινητούς
μετακῑνητούς, μετακινητόςto be disturbed: masc acc pl -
3 μετακινητώ
-
4 μετακινητῷ
-
5 μετακινητή
μετακῑνητή, μετακινητόςto be disturbed: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 μετακινητήν
μετακῑνητήν, μετακινητόςto be disturbed: fem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
μετακινητό — ή, ό (Α μετακινητός, ή, όν) [μετακινώ] αυτός που μπορεί να μετακινηθεί αρχ. αυτός που μπορεί να μεταβληθεί, μεταβλητός («βουλόμενος εἰδέναι εἰ ἔτι μετακινητὴ εἴη ἡ ὁμολογία», Θουκ.) … Dictionary of Greek
φορητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μεταφέρεται, να μετακομίζεται, ο μετακινητός: Το πολυβόλο είναι φορητό όπλο. 2. αυτός που εύκολα μεταφέρεται, ευκολομετακόμιστος: Αυτή η τηλεόραση είναι φορητή. 3. αυτός που βαστάζεται, που υποβαστάζεται, βασταχτός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετακινητούς — μετακῑνητούς , μετακινητός to be disturbed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακινητή — μετακῑνητή , μετακινητός to be disturbed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακινητήν — μετακῑνητήν , μετακινητός to be disturbed fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακινητῷ — μετακῑνητῷ , μετακινητός to be disturbed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)