-
121 μετα-σκευάζω
μετα-σκευάζω, anders einrichten; μετασκεύαζε σαυτήν, kleide dich um, Ar. Eccl. 499; νόμον, umändern, Din. 1, 42; Xen. Cyr. 6, 2, 8, wegbringen, wegschaffen, nach einem andern Orte hin; auch im med., μετασκευασάμενοι εἰς τὴν καταγωγὴν ἐκ τοῦ πλοίου, Luc. Tox. 57, öfter; μετασκευασάμενος τὸν οἶκον ὅλον, mit seinem ganzen Hause fortziehend, D. Hal. 4, 6; τὰ αὑτοῦ παρά τινα, Xen. Ephes. 5, 13; sich umkleiden, οἰκετικαῖς ἐσϑήσεσι, Polyaen. 6, 49.
-
122 μετα-σκευή
μετα-σκευή, ἡ, Veränderung, bes. Verbesserung, Dion. Hal. C. V. 6 p. 39.
-
123 μετα-σκεύασις
μετα-σκεύασις, ἡ, = μετασκευή, Eust.
-
124 μετα-σκαίρω
μετα-σκαίρω, dazwischen- oder nachspringen, Arat. 280.
-
125 μετα-σκηνόω
μετα-σκηνόω, das Zelt, die Wohnung verändern, wo anders hinziehen, D. Sic. 14, 32 u. Ios.
-
126 μετα-σαλεύω
μετα-σαλεύω, fortbewegen, fortschaffen, Sp.
-
127 μετα-σοβέω
μετα-σοβέω, nach den VLL. = μεταδιώκω.
-
128 μετα-τρωπάω
μετα-τρωπάω, poet. = μετατρέπω, ἁπαλὰς δὲ μετετρωπᾶτο παρειὰς ἐς χλόον, Ap. Rh. 3, 297.
См. также в других словарях:
μετά — mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτα — μετά mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
μετά — πρόθ. 1. ύστερα από: Μετά το φαγητό θα πιω καφέ. 2. έπειτα, ύστερα, κατόπι: Πού θέλεις να πάμε μετά; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετά χαράς — επίρρ. τροπ., ευχαρίστως, με προθυμία: Δέχτηκε μετά χαράς να με συνοδέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτα — χημ. εμπορική ονομασία τής μεταλδεΰδης, η οποία με τη μορφή πλακιδίων χρησιμοποιείται ως στερεά καύσιμη ύλη, υποκατάστατο τού οινοπνεύματος … Dictionary of Greek
Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μετὰ τὸν πόλεμον ἡ συμμαχία. — См. После ужина горчица … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. — τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. См. Вот злонравия достойные плоды … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἥ ποῦ... ἐβόμβει τὰ ωτα ὑμῖν; ἀεὶ γὰρ ἐμέμνητο ή κεκτημένη μετὰ δακρύων. — См. Что то у меня в ушах звенит кто то поминает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μετεξωρίσθην — μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 1st sg (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)