-
41 μετα-πτοιέω
μετα-πτοιέω, wo anders hinfliehen, ἔχϑει μεταπτοιοῦσιν γάμων, Aesch. Suppl. 327.
-
42 μετα-πωλέω
μετα-πωλέω, = μεταπιπράσκω, Hesych.
-
43 μετα-πόντιος
μετα-πόντιος, mitten durchs Meer oder mitten im Meere, Hesych.
-
44 μετα-πύργιον
μετα-πύργιον, τό, = μεσοπύργιον, der Raum zwischen zwei Thürmen, Thuc. 3, 22.
-
45 μετα-παρα-δίδωμι
μετα-παρα-δίδωμι (s. δίδωμι), Einem nach dem Andern übergeben, Iambl. u. a. Sp.
-
46 μετα-παρα-λαμβάνω
μετα-παρα-λαμβάνω (s. λαμβάνω), Gegensatz zum Vorigen, das von einem Andern Uebergebene nehmen, Sp.
-
47 μετα-παυσωλή
μετα-παυσωλή, ἡ, das Dazwischenaufhören, die Erholung, Rast dazwischen, πολέμοιο, Il. 19, 201.
-
48 μετα-παύομαι
μετα-παύομαι, dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.
-
49 μετα-πιπράσκω
μετα-πιπράσκω (s. πιπράσκω), nachher oder wieder verlaufen, Schol. Ar. Nubb. 1199; VLL.
-
50 μετα-περι-σπάω
μετα-περι-σπάω (s. σπάω), weg und anders wohin ziehen, Sp.
-
51 μετα-πεσσεύω
μετα-πεσσεύω, att. - πεττεύω, die Steine im Brettspiel umsetzen, anders setzen, übh. umändern, im pass., Plat. de lege 316 c u. a. Sp., wie Aristaen. 1, 23.
-
52 μετα-πειράομαι
μετα-πειράομαι, auf eine andere Art versuchen, Ar. Eccl. 217.
-
53 μετα-πείρω
μετα-πείρω, wieder durchbohren, Sp.
-
54 μετα-πείθω
μετα-πείθω, umstimmen, zu etwas Anderem bereden; τὸν δῆμον περὶ τῶν σπονδῶν, Ar. Ach. 601; ἢ διδάσκοντι ἢ μεταπείϑοντι, Plat. Rep. III, 399 b; μετεπείσϑησαν, Xen. Hell. 7, 1, 4; Dem. 18, 228; Sp., wie Luc. adv. ind. 25.
-
55 μετα-παιφάσσομαι
μετα-παιφάσσομαι, hin- und herfahren, vom Blitz, Ap. Rh. 3, 1266.
-
56 μετα-παιδεύω
μετα-παιδεύω, umerziehen, anders erziehen und unterrichten als vorher, Luc. Gymn. 17 u. öfter.
-
57 μετα-παιδ-αγωγέω
μετα-παιδ-αγωγέω, = Folgdm, Luc. Nigr. 13, l. d.
-
58 μετα-πνοή
-
59 μετα-πνέω
-
60 μετα-πορευδήν
μετα-πορευδήν, nachgehend, Hesych.
См. также в других словарях:
μετά — mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτα — μετά mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
μετά — πρόθ. 1. ύστερα από: Μετά το φαγητό θα πιω καφέ. 2. έπειτα, ύστερα, κατόπι: Πού θέλεις να πάμε μετά; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετά χαράς — επίρρ. τροπ., ευχαρίστως, με προθυμία: Δέχτηκε μετά χαράς να με συνοδέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτα — χημ. εμπορική ονομασία τής μεταλδεΰδης, η οποία με τη μορφή πλακιδίων χρησιμοποιείται ως στερεά καύσιμη ύλη, υποκατάστατο τού οινοπνεύματος … Dictionary of Greek
Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μετὰ τὸν πόλεμον ἡ συμμαχία. — См. После ужина горчица … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. — τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. См. Вот злонравия достойные плоды … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἥ ποῦ... ἐβόμβει τὰ ωτα ὑμῖν; ἀεὶ γὰρ ἐμέμνητο ή κεκτημένη μετὰ δακρύων. — См. Что то у меня в ушах звенит кто то поминает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μετεξωρίσθην — μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 1st sg (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)