-
1 μεταφημι
(только 3 л. sing. impf. μετέφη) обращаться с речью, говорить(τινί, реже τινά Hom.)
-
2 μετεφη
-
3 μεταφωνεω
-
4 μετειπον
См. также в других словарях:
μετάφημι — (Α) μιλώ μαζί με άλλους ή ως αντιπρόσωπος άλλων («εὐχόμενος μετέφη θεοῑσι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + φημί «λέγω»] … Dictionary of Greek
μετέφη — μετάφημι speak among imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… … Dictionary of Greek