-
1 μεσίτης
μεσίτης, ου, ὁ (s. μεσιτεύω; since Polyb. 28, 17, 8; Ps.-Lucian, Amor. 47 θεὸν μεσίτην λαβόντες; pap; Job 9:33; TestDan 6:2; AssMos Fgm. a; Philo; Jos., Ant. 4, 133; 16, 24. On this many-sided t.t. of Hellenistic legal language s. LMitteis, Her 30, 1895, 616ff; JBehm, D. Begriff Διαθήκη im NT 1912, 77ff w. numerous exx.; s. lit. in JModrzejewski, Private Arbitration in Greco-Roman Egypt, JJP 6, ’52, 247 n. 79) one who mediates betw. two parties to remove a disagreement or reach a common goal, mediator, arbitrator, of Christ (Mithras as μεσίτης: Plut., Mor. 369e) w. gen. of the pers. betw. whom he mediates μ. θεοῦ καὶ ἀνθρώπων mediator between God and humans (Iren. 3, 18, 7 [Harv. II 100, 7]; cp. TestDan 6:2) 1 Ti 2:5; w. gen. of the thing that Jesus mediates: κρείττονος Hb 8:6, καινῆς 9:15, νέας διαθήκης 12:24 (s. διαθήκη 2. AssMos. Fgm. a, Denis 63, 10=Tromp p. 272], Moses calls himself τῆς διαθήκης μεσίτης). Of the law διαταγεὶς διʼ ἀγγέλων ἐν χειρὶ μεσίτου ordered through the angels, by the hand of a mediator Gal 3:19 (Moses, as mediator betw. God and the people, called μεσίτης e.g. Philo, Mos. 2, 166, Somn. 1, 143; Betz, Gal [Hermeneia] ad loc.). The sense of vs. 20, ὁ δὲ μ. ἑνὸς οὐκ ἔστιν an intermediary does not exist for one party alone, is disputed. It prob. means that the activity of an intermediary implies the existence of more than one party, and hence may be unsatisfactory because it must result in a compromise. The presence of an intermediary would prevent attainment, without any impediment, of the purpose of the εἷς θεός in giving the law.—NKZ 39, 1928, 21–24; 549–52; 552f; HStegmann, BZ 22, ’34, 30–42; Straub 67.—DELG s.v. μέσος B. M-M. EDNT. TW. Spicq. -
2 μεσίτης
μεσίτης, ὁ, der Vermittler, Unterhändler, Friedensstifter, Pol. 28, 15, 8; τῶν ὁμολογιῶν, D. Sic. 4, 54; N. T. u. a. Sp., wie Luc. Amor. 48.
-
3 μεσιτης
-
4 μεσίτης
μεσίτης, ὁ, der Vermittler, Unterhändler, Friedensstifter -
5 μεσίτης
ο, μεσίτις (-ιδος) и μεσίτρ(ι)α, η1) посредник, -ца; 2) маклер, комиссионер;μεσίτης χρηματιστηρίου — биржевой маклер;
3) сва|т, -ха;αυτή τούς κάνει το μεσίτη — она их сватает
-
6 μεσίτης
μεσί̱της, μεσίτηςmediator: masc nom sg -
7 μεσίτης
{сущ., 6}Ссылки: Гал. 3:19, 20; 1Тим. 2:5; Евр. 8:6; 9:15; 12:24.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μεσίτης
-
8 μεσίτης
{сущ., 6}Ссылки: Гал. 3:19, 20; 1Тим. 2:5; Евр. 8:6; 9:15; 12:24.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μεσίτης
-
9 μεσίτης
посредник (лицо, содействующее примирению спорящих сторон), арбитр.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεσίτης
-
10 μεσίτης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεσίτης
-
11 μεσίτης
[мэситис] ουσ. а. посредник, маклер,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεσίτης
-
12 μεσίτης
-
13 μεσίτης
[мэситис] ουσ α посредник, маклер. -
14 μεσίτης
A mediator, umpire, arbitrator, PLille28.11 (iii B. C.), Plb.28.17.8 (pl.), Ep.Gal.3.19, etc.;τῶν ὁμολογιῶν D.S.4.54
;θεοῦ καὶ ἀνθρώπων 1 Ep.Ti.2.5
; stakeholder, PStrassb.1.41.14 (iii A. D.).2 fem. μεσῖτις, ιδος, fili/as mesi=tin tra/pezan paraqe/menoi Luc.Am.27; φιλίας μ. ἡδονή ib.54.II in a middle position, of a limb, Gal.18(2).861.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσίτης
-
15 μεσίτης
courtier -
16 μεσίτης
1) makler (m) rzecz.2) pośrednik (m) rzecz. -
17 μεσίτης
1) dohazovač2) dohodce3) makléř -
18 μεσίτης
1) agent2) broker3) intermediaryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μεσίτης
-
19 courtier
μεσίτης -
20 dohazovač
μεσίτης
См. также в других словарях:
μεσίτης — (I) ο, θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα (ΑM μεσίτης, Α θηλ. μεσῑτις, ιδος, Μ θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα και μεσίτισσα) αυτός που παρεμβαίνει ή μεσολαβεί μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με σκοπό τον συμβιβασμό, τη σύναψη συμφωνίας ή τη συμφιλίωση («διαταγεὶς … Dictionary of Greek
μεσίτης — ο θηλ. ίτρ(ι)α ο επαγγελματίας που μεσολαβεί σε αγοραπωλησίες, ενοικιάσεις, συνοικέσια κτλ.: Μας έδειξε το σπίτι ο μεσίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσίτης — μεσί̱της , μεσίτης mediator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσῖται — μεσίτης mediator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζομεσίτης — ο, Ν μεσίτης τραπεζικών συναλλαγών και, κυρίως, συναλλάγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + μεσίτης (πρβλ. κτηματο μεσίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
δανειομεσίτης — ο ο μεσίτης, ο μεσολαβητής που αναλαμβάνει τη διαπραγμάτευση δανείων μεταξύ ιδιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάνειο + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κλ. Τριαντάφυλλου] … Dictionary of Greek
κτηματομεσίτης — ο μεσίτης αγοραπωλησίας ακίνητων κτημάτων, που αμείβεται για κάθε συναλλαγή η οποία γίνεται με τη μεσολάβησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + μεσίτης. Η λ., στον τ. κτηματομεσῖται, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
μεσιτεύω — και μεσιτεύγω και μισιτεύγω (ΑM μεσιτεύω) [μεσίτης] 1. ενεργώ ως μεσίτης, παρεμβαίνω ή μεσολαβώ μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων για να τούς συμβιβάσω, να τούς συμφιλιώσω ή για να συνάψουν συμφωνία 2. ενεργώ για σύναψη αγοραπωλησίας, μίσθωσης ή… … Dictionary of Greek
μεσιτολογώ — μεσιτολογῶ, έω (Μ) (για την Παναγία) μιλώ ως μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσίτης + λογώ* μέσω ενός αμάρτυρου *μεσιτολόγος] … Dictionary of Greek
ναυλομεσίτης — ο, θηλ. ναυλομεσίτρια, η ναυτ. μεσίτης που μεσολαβεί έναντι αμοιβής ανάμεσα στον πλοιοκτήτη και στον ναυλωτή για την πραγματοποίηση θαλάσσιας μεταφοράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χρηματομεσίτης — ο, Ν 1. μεσίτης που προμηθεύει δάνεια 2. χρηματιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek