-
21 dohodce
μεσίτης -
22 makléř
μεσίτης -
23 makler
μεσίτης -
24 pośrednik
μεσίτης -
25 komisyoncu
μεσίτης, μεσολαβητής -
26 посредник
-
27 маклер
маклерм ὁ μεσίτης:биржевой \маклер ὁ μεσίτης χρηματιστηρίου. -
28 μεσίτα
μεσί̱τᾱ, μεσίτηςmediator: masc nom /voc /acc dualμεσί̱τᾱ, μεσίτηςmediator: masc gen sg (doric aeolic) -
29 μεσίτας
μεσί̱τᾱς, μεσίτηςmediator: masc acc plμεσί̱τᾱς, μεσίτηςmediator: masc nom sg (epic doric aeolic) -
30 μετ-έγγυος
μετ-έγγυος, = μεσέγγυος, nach Moeris att. für μεσίτης.
-
31 брокер
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брокер
-
32 брокер-комиссионер
ο μεσίτης επί προμήθεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брокер-комиссионер
-
33 комиссионер
ο μεσίτης (επί προμήθεια), ο παραγγελιοδόχος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комиссионер
-
34 маклер
(фин., торг.) о μεσίτης, (товаров) о εμπορομεσίτης, (на бирже) о χρηματιστής, о χρηματο μεσίτη ςстраховой - о ασφα-λειομεσίτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маклер
-
35 биржевой
би́рж||евойприл τοῦ χρηματιστηρίου, χρηματιστικός:\биржевойевая игра ἡ χρηματιστηριακή κερδοσκοπία; \биржевойево́й маклер ὁ μεσίτης χρηματιστηρίου. -
36 комиссионер
комиссионерм ὁ παραγγελιοδόχος, ὁ μεσίτης. -
37 посредник
посредни||км ὁ διάμεσος, ὁ μεσολαβών, ὁ μεσίτης:выступить \посредникком μεσολαβώ. -
38 χρηματιστήριο(ν)
το биржа;χρηματιστήριο(ν) αξιών (χρεωγράφων) — валютная (фондовая) биржа;
χρηματιστήριο(ν) εμπορευμάτων — или εμπορικό χρηματιστήριο(ν) — товарная биржа;
μεσίτης χρηματιστήρίου — биржевой маклер
-
39 χρηματιστήριο(ν)
το биржа;χρηματιστήριο(ν) αξιών (χρεωγράφων) — валютная (фондовая) биржа;
χρηματιστήριο(ν) εμπορευμάτων — или εμπορικό χρηματιστήριο(ν) — товарная биржа;
μεσίτης χρηματιστήρίου — биржевой маклер
-
40 μεσίται
См. также в других словарях:
μεσίτης — (I) ο, θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα (ΑM μεσίτης, Α θηλ. μεσῑτις, ιδος, Μ θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα και μεσίτισσα) αυτός που παρεμβαίνει ή μεσολαβεί μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με σκοπό τον συμβιβασμό, τη σύναψη συμφωνίας ή τη συμφιλίωση («διαταγεὶς … Dictionary of Greek
μεσίτης — ο θηλ. ίτρ(ι)α ο επαγγελματίας που μεσολαβεί σε αγοραπωλησίες, ενοικιάσεις, συνοικέσια κτλ.: Μας έδειξε το σπίτι ο μεσίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσίτης — μεσί̱της , μεσίτης mediator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσῖται — μεσίτης mediator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζομεσίτης — ο, Ν μεσίτης τραπεζικών συναλλαγών και, κυρίως, συναλλάγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + μεσίτης (πρβλ. κτηματο μεσίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
δανειομεσίτης — ο ο μεσίτης, ο μεσολαβητής που αναλαμβάνει τη διαπραγμάτευση δανείων μεταξύ ιδιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάνειο + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κλ. Τριαντάφυλλου] … Dictionary of Greek
κτηματομεσίτης — ο μεσίτης αγοραπωλησίας ακίνητων κτημάτων, που αμείβεται για κάθε συναλλαγή η οποία γίνεται με τη μεσολάβησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + μεσίτης. Η λ., στον τ. κτηματομεσῖται, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
μεσιτεύω — και μεσιτεύγω και μισιτεύγω (ΑM μεσιτεύω) [μεσίτης] 1. ενεργώ ως μεσίτης, παρεμβαίνω ή μεσολαβώ μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων για να τούς συμβιβάσω, να τούς συμφιλιώσω ή για να συνάψουν συμφωνία 2. ενεργώ για σύναψη αγοραπωλησίας, μίσθωσης ή… … Dictionary of Greek
μεσιτολογώ — μεσιτολογῶ, έω (Μ) (για την Παναγία) μιλώ ως μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσίτης + λογώ* μέσω ενός αμάρτυρου *μεσιτολόγος] … Dictionary of Greek
ναυλομεσίτης — ο, θηλ. ναυλομεσίτρια, η ναυτ. μεσίτης που μεσολαβεί έναντι αμοιβής ανάμεσα στον πλοιοκτήτη και στον ναυλωτή για την πραγματοποίηση θαλάσσιας μεταφοράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χρηματομεσίτης — ο, Ν 1. μεσίτης που προμηθεύει δάνεια 2. χρηματιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek