-
1 μεσό-κλαστος
μεσό-κλαστος, in der Mitte, halb zerbrochen, Plut. fr. metr. 2.
-
2 μεσόκλαστος
A broken off in the middle ( = λαγαρός), of hexam. verses with a trochee for a spondee in the interior, Ps.- Plu.Metr.3, Sch.Heph.pp.349,350 C., interpol. in Sch. D.T.p.53 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόκλαστος
-
3 μεσόκλαστος
μεσό-κλαστος, in der Mitte, halb zerbrochen -
4 μεσοκλαστος
См. также в других словарях:
μυλόκλαστος — μυλόκλαστος, ον (Α) γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. μυλήφατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κλαστος (< κλάω / ῶ «σπάω»), πρβλ. μεσό κλαστος] … Dictionary of Greek