-
1 μεσοκύνια
μεσοκύνιονpastern: neut nom /voc /acc pl -
2 κυνο-βάτης
κυνο-βάτης, ὁ, ἱππος, ein Pferd, das den Knochen μεσοκύνια am Unterfuße kurz u. niedrig hat, Hippiatr.
-
3 κυνοβάτης
κυνο-βάτης, ὁ, ἱππος, u. κυνο-βάμων, ονος, ὁ, ein Pferd, das den Knochen μεσοκύνια am Unterfuße kurz u. niedrig hat
См. также в других словарях:
μεσοκύνια — μεσοκύνιον pastern neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρομεσοκύνιος — α, ο (για όνους και ίππους) αυτός που έχει μακριά τα μεσοκύνια, δηλ. τις φάλαγγες τών μπροστινών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + μεσοκύνια «φάλαγγες τών μπροστινών ποδιών»] … Dictionary of Greek