Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μεσοκύνια

См. также в других словарях:

  • μεσοκύνια — μεσοκύνιον pastern neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρομεσοκύνιος — α, ο (για όνους και ίππους) αυτός που έχει μακριά τα μεσοκύνια, δηλ. τις φάλαγγες τών μπροστινών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + μεσοκύνια «φάλαγγες τών μπροστινών ποδιών»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»