-
1 σφάλλω
σφάλλω, aor. σφήλας Thuc. 5, 16, perf. ἐσφαλκέναι Pol. 8, 11, – fällen, zum Fallen bringen, zu Boden werfen, οὔτ' Ὀδυσεὺς δύνατο σφῆλαι οὔδει τε πελάσσαι, Il. 23, 719; bes. fällen = erlegen, tödten; οὐδ' ἄρα μιν σφῆλεν βέλος, Od. 17, 464; ὃς Ἕκτορ' ἔσφαλε, Pind. Ol. 2, 81; βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ, P. 8, 15, vgl. I. 3, 53; Ggstz κατορϑόω, Soph. El. 408; δειναὶ τύχαι σφάλλουσι δόμους, Eur. Med. 198; sp. D., σφάλλομαι ἀκρήτῳ μεμεϑυσμένος, M. Arg. 17 (XI, 26); τὸν ἀναβάτην, vom Pferde gesagt, Xen. de re equ. 3, 9; – übh. in Schaden, Unglück bringen, pass. in Schaden, Unglück kommen, Unglück haben, εἰ σφαλήσεται, Soph. Trach. 716; ταρβεῖν τὸν εὖ πράσσοντα μὴ σφαλῇ ποτε, 296; auch τινός, zum Unglück beraubt werden, ἀνδρὸς τοῦδέ γ' εἰ σφαλήσεται Ἑλλάς, 1103; ähnlich γάμου ἐσφάλης, Eur. Or. 1078, vgl. Med. 1010; εἰ τοῦδε σφάλλοιντο, Thuc. 5, 110; eine Niederlage erleiden, Her. 7, 168; auch zweifelhaft, ungewiß, verlegen machen, 7, 142, neben συγχέω; ὑπὸ νόσων ἢ ὑπὸ ἐρώτων ἐσφαλμένον, beschädigt, Plat. Rep. III, 396 d, vgl. Legg. VI, 769 c; εἰ σφαλείημέν τι, Thuc. 6, 11, u. öfter; Sp., τῶν κατὰ πόλεμον κινδύνων τοὺς πλείους καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ ϑάλατταν σφάλλουσιν αἱ τῶν τόπων διαφοραί Pol. 5, 21, 6, σφῆλαι καὶ ἡττῆσαι τοὺς Ἕλληνας 40, 5, 9, τοῖς ὅλοις σφαλῆναι 1, 43, 8, u. sonst; – in Irrthum bringen, verleiten, täuschen, Soph. Ai. 447; Μοίρας δολίῳ σφήλαντι τέχνῃ, Eur. Alc. 35; pass. sich täuschen, irren, fehlen, ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων, Aesch. Eum. 682; ἐν τοῖς δικασταῖς κοὐκ ἐμοὶ τόδ' ἐσφάλη, Soph. Ai. 1115; καὶ μάντις ἂν ἄριστος ἐσφάλλου πάλαι; El. 1473; τῷ νέῳ ἐσφαλμένοι, Eur. Herc. Fur. 75; ἔν τινι, Her. 7, 50, 1; τὸ ὑπερπίνειν καὶ σώματα καὶ γνώμας σφάλλειν, Xen. Cyr. 8, 8, 10; μὴ πολλάκις ἐν τῇ σκέψει σφήλῃ ἐξαπατή-σας, Plat. Prot. 361 d; εἴ τι ἐν τοῖς λόγοις σφαλλόμεϑα, Gorg. 461 d; ὅσα διανοίᾳ σφαλλόμεϑα, Soph. 229 c; u. c. gen., οὐκ ἔσφαλται τῆς ἀληϑείας, Crat. 436 c; Rep. V, 251 a u. Sp.; σφαλοῦνται Xen. Conv. 2, 26 ist passiv.; ein aor. II. med. ist nirgends sicher nachzuweisen.
-
2 μεθύσκω
μεθύσκω, fut. u. die anderen tempp. von μεϑύω, berauschen, in Wein trunken machen, auch übertr. wie unser berauschen, δι' ἡδονῆς μεϑύσκοντα Plat. Legg. I, 649 d u. Sp., μεϑύσασα ἑαυτὴν οἴνῳ, Luc. Dea Syr. 22. Ueb. benetzen, τέφρην, Ep. ad. 78 (XI, 8); βωμοὺς ἐν γάλακτι μεϑύσας, Philp. 7 (VI, 99). – Pass. sich berauschen, zechen; Her. 1, 133; Xen. Hell. 3, 2, 20; Pol. 4, 57, 3; berauscht werden, πίνων οὐ μεϑύσκεται, Xen. Cyr. 1, 3, 11; Plat. Conv. 176 c; bes. im aor. ἐμεϑύσϑην, τινός, von Etwas, μεϑυσϑεὶς νέκταρος 203 b, wie ἀκράτου τῆς ἐλευϑερίας Rep. VIII, 562 d; ἀνϑοσμίου μεϑύσκεσϑαι, Luc. Ep. Saturn. 22; dazu äol. inf. μεϑύσϑην für μεϑυσϑῆναι, Alcaeus bei Ath. X, 430 c; μεμεϑυσμένος, M. Arg. 17 (XI, 26); Hedyl. bei Ath. IV, 176 d.
См. также в других словарях:
μεθύσκω — (ΑM μεθύσκω) 1. επιφέρω μέθη ή κάνω κάποιον να περιέλθει σε κατάσταση μέθης, μεθώ κάποιον, ζαλίζω 2. μτφ. προκαλώ πνευματική σύγχυση ή παραζάλη β) μεταδίδω ηδονικό συναίσθημα το οποίο προκαλεί διατάραξη τού λογικού, παραλύω κάποιον με ερωτική… … Dictionary of Greek
οινάς — οἰνάς, άδος, ἡ (ΑΜ) είδος άγριου περιστεριού με φτέρωμα ερυθρωπό σαν τών ώριμων σταφυλιών αρχ. 1. η άμπελος, το κλήμα 2. το κρασί, ο οίνος («ἢ ἀπὸ βάκχης ἢ ἀπὸ μυρτίνης ὁτὲ μυρτίδας οἰνάδι βάλλων», Νίκ.) 3. ως επίθ. αυτὸς που περιέχει κρασί,… … Dictionary of Greek