-
1 μελωδος
I21) поющий(Μοῦσα, κύκνος, ὄρνις Eur.)
2) певучий(ἄχημα Eur.)
IIὅ певец, лирический поэт Plat.
См. также в других словарях:
ιλαρωδός — ἱλαρῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά χαρούμενα τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + ῳδός (< ῳδός, συνηρ. τ. τού ἀοιδός «τραγουδιστής»), πρβλ. μελ ωδός, τραγ ωδός] … Dictionary of Greek
θρηνωδός — ο, η (ΑΜ θρηνῳδός) αυτός που ψάλλει θρηνητικά άσματα, ο μοιρολογητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + ωδός < αείδω (πρβλ. επ ωδός, μελ ωδός)] … Dictionary of Greek
κερωδός — κερῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με κεράτινη σάλπιγγα ή με αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + ῳδός (< άείδω), πρβλ. κιθαρ ῳδός, μελ ῳδός] … Dictionary of Greek