Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μελῳδός

См. также в других словарях:

  • μελῳδός — musical masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελωδός — ο, η (ΑM μελῳδός, όν) ως ουσ. 1. αοιδός, τραγουδιστής 2. λυρικός ποιητής που συνθέτει τη μουσική τών ποιημάτων του 2. στιχουργός και συνθέτης εκκλησιαστικών ύμνων, σε διάκριση από τον υμνογράφο, ο οποίος γράφει αλλά δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός …   Dictionary of Greek

  • μελωδός — ο 1. ο τραγουδιστής. 2. ο μουσικοσυνθέτης. 3. «Ρωμανός ο Μελωδός», Βυζαντινός εκκλησιαστικός υμνογράφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αυξέντιος ο μελωδός — (5ος αι. μ.Χ.). Μοναχός, μουσικός, ψάλτης και υμνογράφος. Γεννήθηκε στη Συρία και γύρω στο 440 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε αξιωματούχος στον στρατό του αυτοκράτορα Θεοδοσίου. Από μικρός είχε μεγάλη κλίση για τη μοναχική ζωή και,… …   Dictionary of Greek

  • Αναστάσιος ο Μελωδός — Όνομα τριών ή περισσότερων εκκλησιαστικών υμνογράφων και ποιητών. Είναι γνωστοί μόνο με το όνομα Α., το οποίο βρίσκεται στην ακροστιχίδα των ποιημάτων τους και γι’ αυτό δεν είναι εξακριβωμένο ολόκληρο το όνομά τους και ο τόπος καταγωγής τους.… …   Dictionary of Greek

  • Κοσμάς ο Μελωδός — (Δαμασκός; περ. 685 – Μαϊουμά, Παλαιστίνη περ. 750). Επίσκοπος Μαϊουμά και εκκλησιαστικός υμνογράφος. Είναι γνωστός επίσης με τα επίθετα Ιεροσολυμίτης και Αγιοπολίτης. Έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία και τον υιοθέτησε ο πατέρας του Ιωάννη του… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμανός ο Μελωδός — Βυζαντινός υμνογράφος από τη Συρία, που έζησε, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, τον 6o αι. Από τους μεγαλύτερους υμνογράφους της Ανατολικής Εκκλησίας, ο Ρ., εβραϊκής πιθανότατα, καταγωγής, έχει βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας και γράφει μερικούς… …   Dictionary of Greek

  • μελωιδόν — μελῳδός musical masc/fem acc sg μελῳδός musical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελῳδόν — μελῳδός musical masc/fem acc sg μελῳδός musical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρός, Ανδρέας — Μελωδός της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, που έζησε στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αι. Φαίνεται ότι ήταν μοναχός. Μελοποίησε πολλά τροπάρια, που αναφέρονται στα λειτουργικά βιβλία ως έργα Ανδρέου Πυρρού. Ο Κρουμβάχερ τον ονομάζει Πύρρο,… …   Dictionary of Greek

  • μελωιδός — μελῳδός musical masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»