-
1 μελανείμων
A black-clad, μ. ἔφοδοι the assaults of the black-robed ones (the Furies), A.Eu. 375 (lyr.); μ. ἑορτή a public lamentation, D.H.2.19, cf. Plb.2.16.13, J.AJ16.8.6; cf. μελανοείμων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανείμων
См. также в других словарях:
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
ευείμων — εὐείμων, ον (Α) ωραία ντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειμων (< είμα «ένδυμα» < έννυμι «ενδύομαι»), πρβλ. κακο είμων, μελαν είμων] … Dictionary of Greek
φοινικείμων — και φοινικοείμων, εῑμον, Α αυτός που φορά ένδυμα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, μελαν είμων] … Dictionary of Greek
μονείμων — και μονοείμων, ον (Μ) αυτός που φορά ένα μόνο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονείμων* + φορῶ (< φόρος)].[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ειμων (< εἶμα «ένδυμα»), πρβλ. μελαν είμων] … Dictionary of Greek
πτεροείμων — ονος, ὁ, ἡ, Α ο φτερωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + είμων (< εἶμα «ένδυμα»), πρβλ. μελαν είμων] … Dictionary of Greek