-
1 μελανόκολπος
μελᾰνό-κολπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανόκολπος
-
2 μεγαλόκολπος
μεγᾰλό-κολπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόκολπος
См. также в других словарях:
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia