-
1 μελανοδοχεῖον
μελᾰνο-δοχεῖον, τό,A inkstand, Aq.Ez.9.2:—also [suff] μελᾰνο-δόχον, Poll.10.60; and [suff] μελᾰνο-δόκον, PLond.2.402v25 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανοδοχεῖον
-
2 μελανόχροος
μελᾰνό-χροος, ον,A = μελάγχροος, Od.19.246: heterocl. nom. pl.κύαμοι μελανόχροες Il.13.589
: gen. sg. - χροος Nic.Th. 941: acc. sg. - χροα Orph.L. 363: [var] contr. [suff] μελᾰνό-χρους PLond.2.333.23 (ii A. D.):—also [full] μελανοχροιής, Suid.; [suff] μελᾰνό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, = μελάγχρως, E.Hec. 1106 (lyr., as v. l.), Arist. Phgn. 808a17, Theoc.3.35;μελανόχρων Thphr.Sens.78
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανόχροος
-
3 μελανόχροος
μελανό-χροος and μελανό-χρως, οος: dark-skinned, black, Od. 19.246 and Il. 13.589.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μελανόχροος
-
4 μελανόβροχος
μελᾰνό-βροχος, ον,A gloss on ἐβαδίαστον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανόβροχος
-
5 μελανόγειος
μελᾰνό-γειος, ον,A = μελάγγειος, Sch.Nic.Th. 566.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανόγειος
-
6 μελανόγραμμος
μελᾰνό-γραμμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανόγραμμος
-
7 μελανοδέρματος
μελᾰνο-δέρμᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανοδέρματος
-
8 μελανοειδής
μελᾰνο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανοειδής
-
9 μελανοείμων
A = μελανείμων, Hp.Insomn. 92 (v.l. μελανείμ-), Vett. Val.2.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανοείμων
-
10 μελανόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανόεις
-
11 μελάνοζυξ
A black benched, i. e. manned with swarthy ([place name] Egyptian) rowers,μ. ἄτα A.Supp. 530
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάνοζυξ
-
12 μελάνοθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάνοθριξ
-
13 μελανοκάρδιος
μελᾰνο-κάρδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανοκάρδιος
-
14 μελανοκιοεργός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανοκιοεργός
-
15 μελανόκολπος
μελᾰνό-κολπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανόκολπος
-
16 μελανοκόμης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανοκόμης
-
17 μελανόκωλος
μελᾰνό-κωλος, ον,A black-limbed, Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανόκωλος
-
18 μελανόμαλλος
μελᾰνό-μαλλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανόμαλλος
-
19 μελανονεκυοείμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανονεκυοείμων
-
20 μελανονεφής
μελᾰνο-νεφής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανονεφής
См. также в других словарях:
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
List of Latin and Greek words commonly used in systematic names — Contents 1 List of words 1.1 A 1.2 B 1.3 C … Wikipedia
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
Blue Mockingbird — Conservation status Least Concern (IUC … Wikipedia
Melanotis — caerulescens Scientific classification Kingdom: Animalia … Wikipedia
Melanorosaurus — Melanorosaurus Rango temporal: Triásico superior … Wikipedia Español
Melanorosaurus — Lebendrekonstruktion des Melanorosaurus Zeitraum Obertrias 216,5 bis 199,6 Mio. Jahre Fundorte Südafrika … Deutsch Wikipedia
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
αρμυρίκι — Κοινό όνομα φυλλοβόλων θάμνων ή δενδρυλλίων του γένους τάμαριξ, της οικογένειας των ταμαρικιδών, με φύλλα μικρά, λεπτόμορφα και άνθη επίσης μικρά, κατά μικρούς βότρεις που σχηματίζουν συνήθως επάκριες φόβες. Αυτοφυή είδη των μεσογειακών χωρών… … Dictionary of Greek
εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται … Dictionary of Greek