-
1 μελανδρυος
-
2 μελάνδρυος
μελάνδρυοςdark as the oak: masc /fem nom sg -
3 μελάνδρυος
μελᾰν-δρῠος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάνδρυος
-
4 μελάνδρυος
μελάν-δρυος, aus schwarzem (Eichen-) Walde; aber τὰ μελάνδρυα u. οἱ μελανδρύαι, sc. τόμοι, sind Stücke des Thunfisches -
5 μελάνδρυον
μελάνδρυονheart of oak: neut nom /voc /acc sgμελάνδρυοςdark as the oak: masc /fem acc sgμελάνδρυοςdark as the oak: neut nom /voc /acc sg -
6 μελανδρύου
μελάνδρυονheart of oak: neut gen sgμελάνδρυοςdark as the oak: masc /fem /neut gen sg -
7 μελάνδρυα
μελάνδρυαa large kind of tunny: neut nom /voc /acc plμελάνδρυονheart of oak: neut nom /voc /acc plμελάνδρυοςdark as the oak: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
μελάνδρυος — μελάνδρυος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα φύλλα, όπως η δρυς («πίτυος ἐκ μελανδρύου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, + ανος + δρυος (< δρῦς, δρυός)] … Dictionary of Greek
μελάνδρυος — dark as the oak masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάνδρυον — heart of oak neut nom/voc/acc sg μελάνδρυος dark as the oak masc/fem acc sg μελάνδρυος dark as the oak neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μελάνδρυον — μελάνδρυον, τὸ (ΑM) η εντεριώνη, η καρδιά τής δρυός αρχ. στον πληθ. τὰ μελάνδρυα τεμάχια, μερίδες αλίπαστου τόννου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθέτου μελάνδρυος. Η σημ. τού πληθ. μελάνδρυα «τεμάχια αλίπαστου τόννου» είναι… … Dictionary of Greek
υπομελανδρυώδης — και, κατά τον Ησύχ., ὑπομαλανδρυώδης, ῶδες, Α αυτός που μοιάζει κάπως με το μελάνδρυον*, με την εντεριώνη τής δρυός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μελάνδρυος «αυτός που έχει μαύρα φύλλα όπως η δρυς» + κατάλ. ώδης (πρβλ. ὀγκ ώδης)] … Dictionary of Greek
μελανδρύου — μελάνδρυον heart of oak neut gen sg μελάνδρυος dark as the oak masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάνδρυα — a large kind of tunny neut nom/voc/acc pl μελάνδρυον heart of oak neut nom/voc/acc pl μελάνδρυος dark as the oak neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)