-
1 μελιαδης
-
2 μελιαδής
1 honey sweet “ καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν” P. 9.37 μελιαδέος οἴνου fr. 166. -
3 μελιαδής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελιαδής
-
4 μελιαδής
μελιᾱδής, μελιηδήςhoney-sweet: masc /fem nom sg (doric) -
5 μελιᾱδής
μελι-ᾱδής, ές, honigsüß -
6 μελι-ηδής
μελι-ηδής, ές, honigsüß; λωτοῠ μελιηδέα καρπόν Od. 9, 64, öfter; übertr., ϑυμός, das süße Leben, Il. 10, 495 Od. 11, 203; νόστος, die süße, angenehme Rückkehr, 11, 100; ὕπνος, 19, 551; ποία, Pind. P. 9, 37; μολπή, Ep. in Mus. (IX, 504); τρύγα πίνει μελιηδέα, Anacr. bei Ath. XV, 671 s. Vgl. Hesych. u. oben μελιαδής.
-
7 μελιηδης
дор. μελιᾱδής 21) сладкий как мед(λωτοῖο καρπός, οἶνος Hom.)
2) перен. сладкий, сладостный(ὕπνος, νόστος, θυμός Hom.; μολπή Anth.)
См. также в других словарях:
μελιαδής — μελιαδής, ές (Α) βλ. μελιηδής … Dictionary of Greek
μελιαδής — μελιᾱδής , μελιηδής honey sweet masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιηδής — και δωρ. τ. μελιαδής και αιολ. τ. μελιάδης (Α) γλυκός ή ευχάριστος σαν το μέλι («ἔνθα φίλ ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι ἠδὲ κύπελλα οἴνου πινέμεναι μελιηδέος», Ομ. Ιλ.) 2. (για ποτά) ηδύποτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ηδής (< ἧδος < ἡδύς «ευχάριστος,… … Dictionary of Greek