Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μεληδόνες

См. также в других словарях:

  • μεληδόνες — μεληδών fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισμύχω — Α 1. λειώνω, κατακαίω, καταστρέφω κάτι με σιγανή, υποκαίουσα φωτιά 2. (και μτφ.) λειώνω κάποιον από τις ερωτικές μέριμνες («ποθέω καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σμύχω «σιγοκαίω, σιγοβράζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»