Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μελεάζω

См. также в других словарях:

  • μελεάζω — (ΑM) [μέλος] μσν. (για το αηδόνι) κελαηδώ, τρυλλίζω αρχ. παίζω τη φωνή μου κατά την ομιλία ή την ανάγνωση, τραγουδώ, μελωδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελε (τού μέλος) + κατάλ. άζω] …   Dictionary of Greek

  • μελεῶν — μελεάζω execute a recitative fut part act masc voc sg μελεάζω execute a recitative fut part act neut nom/voc/acc sg μελεάζω execute a recitative fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεάζειν — μελεάζω execute a recitative pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεάζουσαι — μελεάζω execute a recitative pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεάζων — μελεάζω execute a recitative pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεῷ — μελεάζω execute a recitative fut opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»