Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μελανόχροος

См. также в других словарях:

  • μελανόχροος — masc/fem nom sg μελανόχρους masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανόχροον — μελανόχροος masc/fem acc sg μελανόχροος neut nom/voc/acc sg μελανόχρους masc/fem acc sg μελανόχρους neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανοχρόους — μελανόχροος masc/fem acc pl μελανόχρους masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανόχροα — μελανόχροος neut nom/voc/acc pl μελανόχρους neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανόχροοι — μελανόχροος masc/fem nom/voc pl μελανόχρους masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάγχρους — και μελανόχρους ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους ουν, Α και μελάγχροος, οον και μελανόχροος και μελανίχροος, οον και μελάγχρως, ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, ον) μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ… …   Dictionary of Greek

  • μελανόχρους — ουν (ΑM μελανόχρους, ουν, Α και μελανόχροος, οον και μελανόχρως, ὁ, ἡ) βλ. μελάγχρους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»