-
1 μελέτημα
μελέτημα, τό, Uebung; αἰσχρῶν ἔργων, Eur. fr. inc. 101; τὰ πρὸς πόλεμον μ., Xen. re equ. 11, 13; τὰ ἐλευϑέρια μ., Studien, Cyr. 8, 1, 43; Plat. Phaed. 67 d.
-
2 μελετημα
-
3 μελέτημα
μελέτημαpractice: neut nom /voc /acc sg -
4 μελέτημα
μελέτημα, τό, Übung; τὰ ἐλευϑέρια μ., Studien -
5 μελέτημα
τό1) небольшое научное сочинение, небольшой (научный) труд, небольшое исследование; 2) упоминание чьего-л. имени, фамилии;§ θέλει μελέτημα το πράγμα — над этим ещё надо подумать
-
6 μελέτημα
A practice, exercise, Pl.Phd. 67d, X.Cyr.8.1.43 (pl.), Critias 6.1;αἰσχρῶν ἔργων μ. E.Fr. 910
(anap., nisi leg. μελέδημα) ; τὰ πρὸς πόλεμον μ. practice for.., X.Eq.11.13.2 μελετήματα φωνῆς grammatical examples, A.D.Synt.277.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελέτημα
-
7 ἐμ-μελέτημα
ἐμ-μελέτημα, τό, ein Gegenstand, an dem man sich übt, Maced. 24 (VI, 83).
-
8 μελετημάτων
μελέτημαpractice: neut gen pl -
9 μελετήμασι
μελέτημαpractice: neut dat pl -
10 μελετήματα
μελέτημαpractice: neut nom /voc /acc pl -
11 μελετήματος
μελέτημαpractice: neut gen sg -
12 εμμελετημα
-
13 прорабатывание
η μελέτη, το μελέτημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прорабатывание
-
14 этюд
1. иск. το δοκίμιο του ζωγράφου, η ζωγραφιά 2. литер. το μικρό φιλολογικό έργο, η μελέτη, το μελέτημα, το πόνημα 3. муз. η σπουδή, το ετούδο, το ετίντ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > этюд
-
15 προσίζω
προσίζ-ω, c. acc.,A come and sit near, πάγον, of suppliants, A.Supp. 189; (lyr.); alsoπ. περὶ τὰ βήματα Pl.R. 564d
; settle,ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν π. σαπρόν Arist.HA 596b15
;ἐν τοῖς ἄνθεσιν Thphr.CP5.10.3
; adhere to, Dsc.5.95.2 metaph., cleave to,μελέτημα π. τινί E.Fr.910.9
(anap.);συγγνώμονα ἀλλήλοισι γινώσκει πρὸς ὃ προσίζει· προσίζει γὰρ τὸ σύμφορον τῷ συμφόρῳ Hp.Vict.1.6
; ἡ προσίζουσα αἰτίη the inherent cause, Aret.SD1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσίζω
-
16 ἐμμελέτημα
ἐμ-μελέτημα, τό, ein Gegenstand, an dem man sich übt -
17 Occupation
subs.Business: P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό, μελέτημα, τό, Ar. and P. διατριβή, ἡ, P. and V. σπουδή, ἡ.Want of leisure: P. ἀσχολία, ἡ.Seizure: P. κατάληψις, ἡ.A being inhabited: P. οἴκησις, ἡ, ἐνοίκησις, ἡ, κατοίκησις, ἡ.The army of occupation: use garrison.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Occupation
-
18 Pursuit
subs.P. δίωξις, ἡ, V. δίωγμα, τό (also plat. but rare P.), διωγμός, ὁ, μεταδρομή, ἡ (also Xen.).They harassed me ever with unresting pursuit: V. δρόμοις ἀϊδρύτοισιν ἠλάστρουν μʼ ἀεί (Eur., I.T. 97I).Eager pursuit, met.: P. and V. θήρα, ἡ.Practice: P. ἄσκησις, ἡ, ἐπιτήδευσις, ἡ.The pursuit of virtue: P. ἀρετῆς ἐπιμέλεια, ἡ (Plat.).Study, occupation: P. ἐπιτήδευμα, τό, μελέτημα, τό, Ar. and P. διατριβή, ἡ.In pursuit of: P. and V. ἐπί (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pursuit
См. также в других словарях:
μελέτημα — practice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέτημα — το (ΑM μελέτημα) [μελετώ] νεοελλ. 1. το προϊόν τής μελέτης, τής σπουδής, η πραγματεία, η διατριβή («ιστορικά μελετήματα») 2. το να αναφέρει κανείς κάποιον ή κάτι με το όνομά του, η αναφορά, η μνεία κάποιου («και το μελέτημά του, απλώς, μέ… … Dictionary of Greek
μελέτημα — το, ατος 1. μελέτη, πραγματεία, διατριβή: Τα μελετήματά του είναι ανεκτίμητης αξίας. 2. το διάβασμα, η μελέτη: Θέλει μελέτημα αυτή η απόφαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελετημάτων — μελέτημα practice neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετήμασι — μελέτημα practice neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετήματα — μελέτημα practice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετήματος — μελέτημα practice neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VENATIO — Polluci, l. 5. ἐπιτήδευμα ἡρωικὸν καὶ βασιλικὸν καὶ πρὸς εὐσωματίαν ἅμα καὶ εὐψυχίαν ἀοκεῖ, καί ἐςτιν εἰρηνικῆς τε καρτερίας ἅμα καὶ πολεμικῆς τόλμης μελέτημα πρὸς ἀνδρείαν φέρον: Xenophonti, Cyrop. l. 1. Α᾿ληθεςτάτη τῶ πρὸς τὸν πόλεμον μελέτη,… … Hofmann J. Lexicon universale
Βεργίτσης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων του 16ου αι., που κατάγονταν από την Κρήτη. 1. Άγγελος. Νέος ακόμα εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου ασκούσε το επάγγελμα του αντιγραφέα ελληνικών χειρογράφων. Το 1535 πήγε στο Παρίσι, όπου άσκησε το επάγγελμά του στην αυλή… … Dictionary of Greek
Βερδελής, Νικόλαος — (1908 – 1966).Αρχαιολόγος. Διετέλεσε επιμελητής (1942) και έφορος αρχαιοτήτων (1950). Πραγματοποίησε ανασκαφικές έρευνες στα Φάρσαλα και στον Πτελεό της Θεσσαλίας, στη Δίολκο της Κορίνθου, στη Σολύγεια της Κορινθίας, καθώς επίσης στις Μυκήνες και … Dictionary of Greek
Κασσιανός — I Επώνυμο λογίων της βυζαντινής εποχής. 1. Ιωάννης (τέλη 4ου – αρχές 5ου αι.). Μοναχός και συγγραφέας. Καταγόταν από τη Σκυθία, ή, σύμφωνα με άλλους ερευνητές, από τη νότια Γαλλία. Αρχικά μόνασε στο μοναστήρι της Βηθλεέμ. Το 404 χειροτονήθηκε… … Dictionary of Greek