-
1 μελανυδρος
-
2 μελάνυδρος
μελάνυδροςwith black water: masc /fem nom sg -
3 μελάνυδρος
μελάν-υδρος, ον,A with black water, κρήνη μελάνυδρος, of water which looks black from its depth, Il.9.14, Od.20.158, Thgn. 959.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάνυδρος
-
4 μελάνυδρος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μελάνυδρος
-
5 μελάνυδρος
μελάν-υδρος, mit schwarzem, dunklem Wasser -
6 μελάνυδρον
μελάνυδροςwith black water: masc /fem acc sgμελάνυδροςwith black water: neut nom /voc /acc sg -
7 μελανύδρου
μελάνυδροςwith black water: masc /fem /neut gen sg -
8 κρήνη
κρήνη, ἡ, dor. κράνα, der Quell, die Quelle; Il. 9, 14; μελάνυδρος 16, 3; καλλιρέεϑρος Od. 10, 107, öfter; Παρνασοῦ κράνα Κασταλία Pind. P. 1, 39; ἀείρυτος Soph. O. C. 471, öfter, wie Eur.; ποταμοὺς καὶ κρήνας ποιεῖ Plat. Phaed. 112 c; im Ggstz von φρέαρ, Spring, Springbrunnen, Thuc. 2, 48; πότιμος Pol. 34, 9, 15 (vgl. κροῦνος). – Die Alten leiten es von κεράννυμι her.
-
9 δνοφερός
δνοφερός, dunkel, finster; Homer viermal: Odyss. 13, 269 νὺξ δὲ μάλα δνοφερὴ κάτεχ' οὐρανόν; 15, 50 νύκτα διὰ δνοφερήν; Iliad. 9, 15. 16, 4 κρήνη μελάνυδρος, ἥ τε κατ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ; – νύξ Pind. frg. 95 Soph. El. 91; ἀχλύς Aesch. Eum. 357; γῆ Eur. I. T 1265; δόμος Ἁχέροντος Andronic. (VII, 181); ϑύελλα Orph. Arg. 1187; auch übertr., κῆδος Pind. P. 4, 112; πένϑος Aesch. Pers. 528, wie Anyte 13; – τὸ δνοφερόν. Hippocr.
-
10 αἰγί-λιψ
αἰγί-λιψ, ιπος, ὁ, ἡ, VLL. οὕτως ὑψηλός, ὥςτε καὶ αἶγα λείπεσϑαι, μὴ ἐπιβαίνειν, schroff, steil, selbst den Ziegen unzugänglich, Hom. dreimal, Iliad. 9, 15. 16, 4 ὥς τε κρήνη μελάνυδρος, ἥ τε κατ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ, 13, 63 ὥς τ' ἴρηξ ὠκύπτερος ὦρτο πέτεσϑαι, ὅς ῥά τ' ἀπ' αἰγίλιπος πέτρης περιμήκεος ἀρϑεὶς ὁρμήσῃ πεδίοιο; Aesch. Suppl. 775; πέτρος Antiphil. 30 (VII, 622); Scyrus Lyc. 1325.
-
11 κρηνη
дор. κράνᾱ (ρᾱ) ἥ родник, источник, ключ(μελάνυδρος, καλλιρέεθρος Hom.; ἀείρυτος Soph.)
Παρνασοῦ κράνα Κασταλία Pind. — Кастальский ключ Парнаса;κρηνῶν ἐπιμεληταί Arst. — смотрители источников -
12 μελανύδρω
-
13 μελανύδρῳ
-
14 κρήνη
κρήν-η, [dialect] Dor. [full] κράνα IG42(1).121.6 (Epid.), etc.; [dialect] Aeol. [full] κράννα ib.12(2).103 (Mytil.): ἡ:—A well, spring, fountain, μελάνυδρος, καλλιρέεθρος, Il.16.3, Od.10.107, cf. Pi.P.1.39,al., Pl.Phd. 112c, etc.; opp. φρέαρ (q.v.), Hdt.4.120, Th.2.48;ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν.. ἀπὸ κρήνης Ar.Lys. 328
;κ. οἴνου E.Ba. 707
;ὀμνύω.. κράνας καὶ ποταμούς SIG 527.34
(Dreros, iii B. C.): poet. in pl., for water, S.OC 686, Ant. 844 (both lyr.); κρηνῶν ἐπιμελητής, title of official at Athens, IG22.338.11, Arist.Ath.43.1, cf. Pl.Lg. 758e, Arist.Pol. 1321b26, OGI483.159 (Pergam.).
См. также в других словарях:
μελάνυδρος — μελάνυδρος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο νερό («κρήνη μελάνυδρος» πηγή τής οποίας, λόγω τού βάθους, το νερό φαίνεται μαύρο, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὕδωρ (πρβλ. άνυδρος, χέρσ υδρος)] … Dictionary of Greek
μελάνυδρος — with black water masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάνυδρον — μελάνυδρος with black water masc/fem acc sg μελάνυδρος with black water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανύδρου — μελάνυδρος with black water masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανύδρῳ — μελάνυδρος with black water masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek