Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μελάνυδρος

См. также в других словарях:

  • μελάνυδρος — μελάνυδρος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο νερό («κρήνη μελάνυδρος» πηγή τής οποίας, λόγω τού βάθους, το νερό φαίνεται μαύρο, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὕδωρ (πρβλ. άνυδρος, χέρσ υδρος)] …   Dictionary of Greek

  • μελάνυδρος — with black water masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάνυδρον — μελάνυδρος with black water masc/fem acc sg μελάνυδρος with black water neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανύδρου — μελάνυδρος with black water masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανύδρῳ — μελάνυδρος with black water masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»