Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μεθ-ίστημι

См. также в других словарях:

  • μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά …   Dictionary of Greek

  • ευμετάστατος — εὐμετάστατος, ον (Α) ευκολομετακίνητος, ασταθής, άστατος («ὑγίεια δὲ τίμιον μέν, ἀλλ εὐμετάστατον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μεθ ίστημι) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»