-
1 μεθυπῖδαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθυπῖδαξ
См. также в других словарях:
πολυπίδαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πῖδαξ, ακος (πρβλ. μεθυ πῖδαξ)] … Dictionary of Greek
μεθυπίδαξ — μεθυπῑδαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που αναβλύζει κρασί («μεθυπῑδαξ βότρυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + πῖδαξ «πηγή» (πρβλ. πολυ πίδαξ)] … Dictionary of Greek