-
1 μεθυσμένος
η, ο[ν] пьяный, напившийся;μεθυσμένος στουπί — или τύφλα μεθυσμένος — мертвецки пьяный
-
2 μεθυσμένος
μεθῡ̱σμένος, μετά-ὕωrain: perf part mp masc nom sg -
3 μεθυσμένος
[мэтисмэнос] εκ. / ουσ. пьяный, напившийся,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεθυσμένος
-
4 μεθυσμένος
[мэтисмэнос] επ/ουσ пьяный, напившийся. -
5 μεθυσμένος
ivre -
6 μεθυσμένος
nietrzeźwy przym. -
7 μεθυσμένος
opilý -
8 μεθυσμένος
1) drunk2) drunkenΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μεθυσμένος
-
9 Αυτά που θες ξενέρωτος, τα κάνεις μεθυσμένος
То, чего хочешь трезвым, делаешь, будучи пьяным• Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке ( в действии)Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αυτά που θες ξενέρωτος, τα κάνεις μεθυσμένος
-
10 ivre
μεθυσμένος -
11 opilý
μεθυσμένος -
12 drunken
μεθυσμένος -
13 nietrzeźwy
μεθυσμένος -
14 içkili
μεθυσμένος, πιωμένος -
15 пьяный
пьян||ый1. прил μεθυσμένος:мертвецки \пьяныйый τύφλα στό μεθύσι, μεθυσμένος στουπί·2. м ὁ μεθυσμένος. -
16 пьяный
επ.1. μεθυσμένος, πιομένος, σουρωμένος, τραβηγμένος.ουσ. μέθυσος, μεθύατάκας.2. μεθυστικός, του μεθυσμένου•-ые крики οι φωνές (κραυγές) του μεθυσμένου.
|| που επιφέρει μέθη•-ое вино μεθυστικό κρασί.
3. μτφ. κατεχόμενος από πάθος•он был пьян любовью ήταν μεθυσμένος από αγάπη•
она пьяна от радости αυτή είναι μεθυσμένη από χαρά.
εκφρ.с -ых глаз; под -ую руку, по -ой лавочке; по -ому делу – στη μέθη, όντας μεθυσμένος. -
17 пьяный
-
18 drunken
1) (drunk: drunken soldiers.) μεθυσμένος2) (caused by being drunk: a drunken sleep.) μεθυσμένος,του μεθυσιού -
19 нетрезвый
επ., βρ: -зв, -а, -оμεθυσμένος•домой вернулся нетрезвый στο σπίτι αυτός γύρισε μεθυσμένος•
в -ом состоянии (виде)σε κατάσταση μέθης.
-
20 вид
вид Iм1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:\виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.вид IIм1. филос, биол. τό είδος·2. грам. ἡ μορφή:\виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή.
См. также в других словарях:
μεθυσμένος — μεθῡ̱σμένος , μετά ὕω rain perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… … Dictionary of Greek
καταμεθύω — (Α) 1. φλυαρώ σαν μεθυσμένος εναντίον κάποιου 2. ενεργώ σαν μεθυσμένος λόγω δυστυχίας ή σκληρής δοκιμασίας … Dictionary of Greek
μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… … Dictionary of Greek
μεθύσι — και μεθήσι, το 1. το αποτέλεσμα τού μεθώ, διανοητική και οργανική διαταραχή που οφείλεται σε υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, υπερβολική οινοποσία 2. (κατ επέκτ.) παράλυση που οφείλεται σε υπερβολική ηδονή, ηδονική ζάλη 3. μτφ. α)… … Dictionary of Greek
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek
παροινώ — έω ΜΑ [πάροινος] φέρομαι βίαια και υβριστικά κατά την οινοποσία (α. «μεθύων ἐπαρῴνει μάλιστα μὲν εἰς αὐτόν, εἶτα καὶ εἰς ἡμᾱς», Δημοσθ.) αρχ. 1. φέρομαι υβριστικά, προσβάλλω, κακομεταχειρίζομαι («οὐ μὴ εὕρης τοὺς ανθρώπους οἳ παροινήσουσιν εἰς… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Dragatsis — Giannis Dragatsis (griechisch Γιάννης Δραγάτσης) Künstlername Ogdontakis (Ογδοντάκης); (* 1886 in Smyrna; † 1958 in Athen), war ein griechischer Rembetikomusiker und Violinenspieler. Giannis wuchs in einer musikalischen Familie auf und wurde… … Deutsch Wikipedia
Giannis Dragatsis — (griechisch Γιάννης Δραγάτσης, Künstlername Ogdontakis (Ογδοντάκης), * 1886 in Smyrna; † 1958 in Athen) war ein griechischer Rembetikomusiker und Violinenspieler. Giannis wuchs in einer musikalischen Familie auf und wurde schon früh… … Deutsch Wikipedia
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia