См. также в других словарях:
μεθίζω — (Μ) (συν. στο μέσ.) μεθίζομαι μεταβάλλω θέση, μεταβαίνω από τόπο σε τόπο, μετατοπίζομαι συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἵζω (πρβλ. καθ ίζω)] … Dictionary of Greek
μεθίζω — (Μ) (συν. στο μέσ.) μεθίζομαι μεταβάλλω θέση, μεταβαίνω από τόπο σε τόπο, μετατοπίζομαι συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἵζω (πρβλ. καθ ίζω)] … Dictionary of Greek