-
1 μεγαλόκοτος
μεγᾰλό-κοτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόκοτος
См. также в других словарях:
κοτίδες — (cottidae). Μεγάλη οικογένεια ακτινοπτερύγιων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει συνολικά 70 γένη και περίπου 300 είδη. Τα κύρια χαρακτηριστικά τους είναι το μεγάλο κεφάλι, το γυμνό σώμα με την παρουσία αγκαθιών και τα μεγάλα θωρακικά πτερύγια. Συνήθως … Dictionary of Greek