Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μεγᾰλο-ρρήμων

См. также в других словарях:

  • καλλιρρήμων — καλλιρρήμων, ον (Α) κομψός, γλαφυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ρρήμων < ῥῆμα < εἴρω (II) «λέγω»), πρβλ. βραχυ ρρήμων, μεγαλο ρρήμων] …   Dictionary of Greek

  • κομπορρήμων — ον, αρσ. και ονας (Μ κομπορρήμων, ον) αυτός που μιλά κομπαστικά, καυχηματίας, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ρρήμων (< ρῆμα), πρβλ. ευθυ ρρήμων, μεγαλο ρρήμων] …   Dictionary of Greek

  • πολυρρήμων — ύρρημον, ΝΑ, και πολυρήμων, ύρημον, Α αυτός που λέει πολλά, φλύαρος, πολυλογάς νεοελλ. (κατ επέκτ.) μεγαλορρήμων, καυχησιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ρρήμων (< ῥῆμα), πρβλ. μεγαλο ρρήμων] …   Dictionary of Greek

  • κενορρημοσύνη — κενορρημοσύνη, ἡ (Μ) λόγος που δεν έχει αξιόλογο περιεχόμενο, κενολογία, ματαιολογία, αερολογία, φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) + ρρημοσύνη (< ρρήμων (θ. ρη , πρβλ. ρήμα, ρητός τού εἴρω «λέγω»), πρβλ. μεγαλο ρρημοσύνη, ορθο ρρημοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • μακρορρημονώ — μακρορρημονῶ, έω (Α) 1. μιλώ διεξοδικά, μακρολογώ, φλυαρώ, μακρηγορώ 2. λέγω περιττά πράγματα, απεραντολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ρρημονῶ (< ρρήμων < ῥῆμα), πρβλ. καλλι ρρημονώ, μεγαλο ρρημονώ] …   Dictionary of Greek

  • ορθορρημονώ — ὀρθορρημονῶ, έω (Μ) εκφράζομαι σωστά, μιλώ ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + ρρημονῶ (< ρρήμων < ῥῆμα), πρβλ. μεγαλο ρρημονώ] …   Dictionary of Greek

  • ψυχρορρημονώ — έω, Μ μιλώ ψυχρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + ρρημονῶ (< ρρήμων < ῥῆμα), πρβλ. μεγαλο ρρημονῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»