-
1 μεγαλορρήμων
A talking big, LXX Ps.11(12).4, Men.Prot.p.11 D.; in good sense, magniloquent, Philostr.VA6.11. Adv. - όνως Poll.9.147.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλορρήμων
См. также в других словарях:
καλλιρρήμων — καλλιρρήμων, ον (Α) κομψός, γλαφυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ρρήμων < ῥῆμα < εἴρω (II) «λέγω»), πρβλ. βραχυ ρρήμων, μεγαλο ρρήμων] … Dictionary of Greek
κομπορρήμων — ον, αρσ. και ονας (Μ κομπορρήμων, ον) αυτός που μιλά κομπαστικά, καυχηματίας, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ρρήμων (< ρῆμα), πρβλ. ευθυ ρρήμων, μεγαλο ρρήμων] … Dictionary of Greek
πολυρρήμων — ύρρημον, ΝΑ, και πολυρήμων, ύρημον, Α αυτός που λέει πολλά, φλύαρος, πολυλογάς νεοελλ. (κατ επέκτ.) μεγαλορρήμων, καυχησιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ρρήμων (< ῥῆμα), πρβλ. μεγαλο ρρήμων] … Dictionary of Greek
κενορρημοσύνη — κενορρημοσύνη, ἡ (Μ) λόγος που δεν έχει αξιόλογο περιεχόμενο, κενολογία, ματαιολογία, αερολογία, φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) + ρρημοσύνη (< ρρήμων (θ. ρη , πρβλ. ρήμα, ρητός τού εἴρω «λέγω»), πρβλ. μεγαλο ρρημοσύνη, ορθο ρρημοσύνη] … Dictionary of Greek
μακρορρημονώ — μακρορρημονῶ, έω (Α) 1. μιλώ διεξοδικά, μακρολογώ, φλυαρώ, μακρηγορώ 2. λέγω περιττά πράγματα, απεραντολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ρρημονῶ (< ρρήμων < ῥῆμα), πρβλ. καλλι ρρημονώ, μεγαλο ρρημονώ] … Dictionary of Greek
ορθορρημονώ — ὀρθορρημονῶ, έω (Μ) εκφράζομαι σωστά, μιλώ ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + ρρημονῶ (< ρρήμων < ῥῆμα), πρβλ. μεγαλο ρρημονώ] … Dictionary of Greek
ψυχρορρημονώ — έω, Μ μιλώ ψυχρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + ρρημονῶ (< ρρήμων < ῥῆμα), πρβλ. μεγαλο ρρημονῶ] … Dictionary of Greek