Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μεγᾰλοσθενής

См. также в других словарях:

  • μεγαλοσθενής — μεγαλοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, πολύ ισχυρός («δεῑξαι τῆς μεγαλοσθενοῡς αὐτοῡ χειρὸς κράτος ἔθνεσιν ὑπερηφάνοις», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, ευρυ σθενής] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοσθενής — of great strength masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσθενεῖ — μεγαλοσθενής of great strength masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μεγαλοσθενής of great strength masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσθενές — μεγαλοσθενής of great strength masc/fem voc sg μεγαλοσθενής of great strength neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσθενοῦς — μεγαλοσθενής of great strength masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσθενέος — μεγαλοσθενής of great strength masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόσθενος — μεγαλόσθενος, ον (Α) μεγαλοσθενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σθένος] …   Dictionary of Greek

  • ՄԵԾԱԶՕՐ — (ի.) NBH 2 0236 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c, 13c ա. μεγαλοσθενής, μεγασθενής (որ եւ յատուկ անուն՝ մեգասթենէս պատմիչ.) praevalens, magnae virtutis, fortissimus. Ոյր զօրութիւնն է մեծ. որ մեծապէս զօրէ. կարօղ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»