-
1 μεγαλοσθενούς
-
2 μεγαλοσθενοῦς
См. также в других словарях:
μεγαλοσθενοῦς — μεγαλοσθενής of great strength masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσθενής — μεγαλοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, πολύ ισχυρός («δεῑξαι τῆς μεγαλοσθενοῡς αὐτοῡ χειρὸς κράτος ἔθνεσιν ὑπερηφάνοις», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, ευρυ σθενής] … Dictionary of Greek