Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μεγεθυντικός

См. также в других словарях:

  • μεγεθυντικός — ή, ό 1. αυτός που αυξάνει, που μεγαλώνει το μέγεθος ενός αντικειμένου, αυξητικός («η μεγεθυντική δύναμη τού φακού») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεγαθυντικά γραμμ. ουσιαστικά ονόματα, παράγωγα από άλλα ουσιαστικά, τα οποία δηλώνουν μεγέθυνση τής …   Dictionary of Greek

  • μεγεθυντικός — ή, ό αυτός που μπορεί να μεγεθύνει, να μεγαλώνει κάτι: Για να διαβάσει τα μικρά γράμματα χρησιμοποίησε μεγεθυντικό φακό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακόνα — η 1. μεγάλο ακόνι 2. είδος παιχνιδιού ο νικημένος σήκωνε στην πλάτη και στους ώμους τον νικητή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικός τύπος τού ουσιαστικού ακόνι] …   Dictionary of Greek

  • ανάπλα — (I) η 1. μάλλινο κλινοσκέπασμα, κουβέρτα 2. πλατύ ύφασμα που απλώνεται κάτω από τις ελιές και τις αμυγδαλιές για το ευκολότερο μάζεμα τών καρπών τους που πέφτουν εκεί από τα χτυπήματα τών ραβδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικός τ. τού ανάπλι]. (II) η… …   Dictionary of Greek

  • δίοπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… …   Dictionary of Greek

  • διόπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… …   Dictionary of Greek

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»