-
1 μεγεθυντικός
η, ό[ν]1) увеличительный, увеличивающий; способный увеличивать;μεγεθυντικός φακός — увеличительное стекло, линза;
2) грам, увеличительный;τα μεγεθυντικόςά — увеличительные имена существительные
-
2 μεγεθυντικός
[мэгэтинтикос]εκ. увеличительный, увеличивающий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεγεθυντικός
-
3 μεγεθυντικός
[мэгэтинтикос] επ увеличительный, увеличивающий. -
4 μεγεθυντικός
büyüten, büyütme -
5 увеличительный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > увеличительный
-
6 büyüteç
μεγεθυντικός φακός -
7 увеличиватьйтельный
увеличивать||йтельныйприл μεγεθυντικός:\увеличиватьйтельныййтельное стекло ὁ μεγεθυντικός φακός· \увеличиватьйтельныййтельный су́ффикс лингв. τό μεγεθυντικό πρόσφυμα. -
8 увеличительный
επ.μεγεθυντικός•-ая линза или стекло μεγεθυντικός φακός•
-ые суффиксы μεγεθυντικά επιθέματα.
-
9 лупа
ο μεγεθυντικός φακός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лупа
-
10 стекло
η ύαλος, разг. το γυαλίармированное - ενισχυμένη -, οπλισμένη -витринное - ο υαλοπίνακας των προθηκών/βιτρινώνводомерное - ο υδατοδείκτης, ο υδροδείκτηςлистовое - οι υαλοπίνακες (πλ.)лобовое - (авто) το αλε-ξήνεμο, το αλεξιανέμιο, разг. το παρμπρίζ (ξεν.)натриевое - βοημική -, η στεφανύαλοςнепрозрачное - θολή -, αδιαφανής -оконное - ο υαλοπίνακας, το κρύσταλλοο κρύσταλλος, разг. το τζάμιочковое - για ομματογυάλια/γυαλιάпрофильное - см. стеклопрофилитсвинцовое - με βάση μολύβδου, η μολυβδύαλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стекло
-
11 стекло
стеклос τό γυαλί, ἡ ὕαλος:оконное \стекло τό τζάμι· зеркальное \стекло τό γυαλί τοῦ καθρέπτη· увеличительное \стекло ὁ μεγεθυντικός φακός· стекла (очков) τά γυαλιά. -
12 φακός
ο1) линза; лупа;φακός αμφίκυρτος — двояковыпуклая линза;
φακός αμφίκοιλος — двояковогнутая линза;
φακός κοιλόκυρτος — выпукло-вогнутая линза;
φακός επιπεδόκυρτος — плоско-выпуклая линза;
μεγεθυντικός φακός — увеличительное стекло;
οπτικός φακός — оптическая линза;
2) анат.:κρυσταλλοειδής φακός — хрусталик глаза;
3) фото объектив;4) фонарик -
13 hand-lens
noun (a magnifying-glass held in the hand.) μεγεθυντικός φακός -
14 magnifying-glass
noun (a piece of glass with curved surfaces that makes an object looked at through it appear larger: This print is so small that I need a magnifying-glass to read it.) μεγεθυντικός φακός -
15 увеличительный
[ουβιλιτσίτιλ"νυϊ] εκ. μεγεθυντικός -
16 увеличительный
[ουβιλιτσίτιλ"νυϊ] επ μεγεθυντικός -
17 лупа
-ы θ.φακός μεγεθυντικός. -
18 рефрактор
-а α.1. τηλεσκόπιο διαθλαστικό.2. παλ. φακός μεγεθυντικός. -
19 стекло
-а, πλθ. стёкла, -кол, -клам ουδ.1. γυαλί, ύαλος•производство -кла η παραγωγή γυαλιού•
стекло лампы το γυαλί της λάμπας.
2. τζάμι, γυαλί, υαλοπίνακας•оконное стекло το τζάμι του παραθυριού.
3. αθρσ. τα γυαλικά, τα γυάλινα σκεύη.εκφρ.зажигательное стекло – συγκλίνων ή συγκεντρωτικός φακός•увеличительное стекло – μεγεθυντικός φακός.
См. также в других словарях:
μεγεθυντικός — ή, ό 1. αυτός που αυξάνει, που μεγαλώνει το μέγεθος ενός αντικειμένου, αυξητικός («η μεγεθυντική δύναμη τού φακού») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεγαθυντικά γραμμ. ουσιαστικά ονόματα, παράγωγα από άλλα ουσιαστικά, τα οποία δηλώνουν μεγέθυνση τής … Dictionary of Greek
μεγεθυντικός — ή, ό αυτός που μπορεί να μεγεθύνει, να μεγαλώνει κάτι: Για να διαβάσει τα μικρά γράμματα χρησιμοποίησε μεγεθυντικό φακό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακόνα — η 1. μεγάλο ακόνι 2. είδος παιχνιδιού ο νικημένος σήκωνε στην πλάτη και στους ώμους τον νικητή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικός τύπος τού ουσιαστικού ακόνι] … Dictionary of Greek
ανάπλα — (I) η 1. μάλλινο κλινοσκέπασμα, κουβέρτα 2. πλατύ ύφασμα που απλώνεται κάτω από τις ελιές και τις αμυγδαλιές για το ευκολότερο μάζεμα τών καρπών τους που πέφτουν εκεί από τα χτυπήματα τών ραβδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικός τ. τού ανάπλι]. (II) η… … Dictionary of Greek
δίοπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… … Dictionary of Greek
διόπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek