-
1 κρυσταλλοειδης
-
2 κρυσταλλοειδής
κρυσταλλοειδήςlike ice: masc /fem nom sg -
3 κρυσταλλοειδής
-
4 κρυσταλλοειδής
κρυσταλλο-ειδής, ές,A like ice,πῆξις Epicur.Ep.2p.45U.
, cf. LXX Wi.19.21; v.l. for - ώδης in Str.4.6.6. Adv. -δῶς Placit.2.11.2
.II like crystal,ἰασπίς Dsc.5.142
; κ. ὑγρόν the crystalline lens, Ruf.Onom. 153, Gal.UP8.5, al.;κ. χιτών Poll.2.71
: Astron., τὸ κ. the crystalline sphere, Placit.2.14.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυσταλλοειδής
-
5 κρυσταλλοειδής
κρυσταλλο-ειδής, ές, dem Eise od. dem Kristalle ähnlich -
6 кристалловидный
κρυσταλλοειδής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кристалловидный
-
7 κρυσταλλοειδές
κρυσταλλοειδήςlike ice: masc /fem voc sgκρυσταλλοειδήςlike ice: neut nom /voc /acc sg -
8 κρυσταλλοειδή
κρυσταλλοειδήςlike ice: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)κρυσταλλοειδήςlike ice: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)κρυσταλλοειδήςlike ice: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
9 κρυσταλλοειδῆ
κρυσταλλοειδήςlike ice: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)κρυσταλλοειδήςlike ice: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)κρυσταλλοειδήςlike ice: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
10 κρυσταλλοειδεί
κρυσταλλοειδήςlike ice: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)κρυσταλλοειδήςlike ice: masc /fem /neut dat sg -
11 κρυσταλλοειδεῖ
κρυσταλλοειδήςlike ice: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)κρυσταλλοειδήςlike ice: masc /fem /neut dat sg -
12 κρυσταλλοειδείς
κρυσταλλοειδήςlike ice: masc /fem acc plκρυσταλλοειδήςlike ice: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
13 κρυσταλλοειδεῖς
κρυσταλλοειδήςlike ice: masc /fem acc plκρυσταλλοειδήςlike ice: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
14 crystalloides
crystalloīdēs, es, Genet. is (κρυσταλλοειδής), kristallähnlich, Th. Prisc. 4, 2.
-
15 κρυσταλλ-ώδης
κρυσταλλ-ώδης, ες, = κρυσταλλοειδής, D. Cass. 49, 31 u. a. Sp.
-
16 νοτις
-
17 хрусталик
(глаза) анат. о κρυσταλλοειδής φακός (του οφθαλμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хрусталик
-
18 стекловидный
стекло||ви́дныйприл1. ὑαλοειδής·2. анат.:\стекловидныйви́дное тело ὁ κρυσταλλοειδής φακός. -
19 хрусталик
хрусталикм анат. ὁ κρυσταλλοειδής φακός. -
20 φακός
ο1) линза; лупа;φακός αμφίκυρτος — двояковыпуклая линза;
φακός αμφίκοιλος — двояковогнутая линза;
φακός κοιλόκυρτος — выпукло-вогнутая линза;
φακός επιπεδόκυρτος — плоско-выпуклая линза;
μεγεθυντικός φακός — увеличительное стекло;
οπτικός φακός — оптическая линза;
2) анат.:κρυσταλλοειδής φακός — хрусталик глаза;
3) фото объектив;4) фонарик
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρυσταλλοειδής — like ice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλοειδής — ές (AM κρυσταλλοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή έχει τις ιδιότητες τού κρυστάλλου («κρυσταλλοειδὴς ἴασπις», Διοσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να πάθει κρυστάλλωση, επιδεκτικός κρυσταλλώσεως 2. χημ. το ουδ. ως ουσ. το κρυσταλλοειδές… … Dictionary of Greek
κρυσταλλοειδῆ — κρυσταλλοειδής like ice neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κρυσταλλοειδής like ice masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κρυσταλλοειδής like ice masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλοειδεῖ — κρυσταλλοειδής like ice masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κρυσταλλοειδής like ice masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλοειδεῖς — κρυσταλλοειδής like ice masc/fem acc pl κρυσταλλοειδής like ice masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλοειδές — κρυσταλλοειδής like ice masc/fem voc sg κρυσταλλοειδής like ice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλοειδοῦς — κρυσταλλοειδής like ice masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλοειδῶν — κρυσταλλοειδής like ice masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλοειδῶς — κρυσταλλοειδής like ice adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek