-
21 μεγά-κυκλος
μεγά-κυκλος, mit großem Kreislauf, Tzets. P. H. 763.
-
22 μεγά-δωρος
μεγά-δωρος, = μεγαλόδωρος (?).
-
23 μεγά-λιστος
μεγά-λιστος, sehr flehend, conj. Herm. in Aesch. Eum. 44 für μέγιστος.
-
24 μεγά-θῡμος
μεγά-θῡμος, großherzig, hochsinnig, bes. voll hohes Muthes, Hom. u. Hes., Beiwort tapferer Männer und ganzer Völker, Il. 16, 488 auch des Stiers, und Od. 8, 520. 13, 121 der Athene. Einzeln auch bei sp. D.
-
25 μεγά-μῡκος
μεγά-μῡκος, Erkl. von ἐρίμυκος, Hesych.
-
26 μέγα\ χαίρετε
(очень радуйтесь =) всего вам хорошего -
27 μέγας, μεγάλη, μέγα
+ A 122-200-145-193-257=916 Gn 1,16(bis).21; 10,12; 12,2great, big Gn 1,16; (full-,,)grown Gn 38,11; high Eccl 10,6; deep 2 Sm 18,17 (secundo); old, adult Jer 38(31),34; great, strong (of feelings) 2 Kgs 23,26; great, loud Gn 27,34; great, hard (intensity of plagues) Gn 12,17; grave (of sins) Gn 20,9; great, mighty Jdt 16,13; great, weighty, big, boastful Dn 7,11; great, important 1 Mc 4,25; steadfast, lasting 1 Mc 13,37; μέγα loud (as adv. with a verb) Ex 19,16; long (in time, id.) TobBA 9,4; broadly (id.) Prv 18,11μέγας ὑπὲρ ἐμέ older than me 1 Kgs 2,22; ὁ ποταμὸς ὁ μέγας the great river, the principal river, the Euphrates Dt 1,7; ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν the highest-ranking priest among his fellows Lv 21,10; ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου from small to great, small and great, from young to old 1 Sm 30,19see μέγιστος and μείζωνCf. HARLÉ 1988, 178;[*] ЧCKANE 1986 654-656(Jer 32(25),38); WEVERS 1995 396(Dt 25,13); →TWNT -
28 ὦ μέγα
Ω, ω, ὦ μέγα, zum Unterschiede von ὂ μικρόν, vier und zwanzigster Buchstabe im griechischen, als Zahlzeichen ω' = 800, aber,ω = 800000 -
29 Μέγ'
Μέγα, Μέγηςmasc voc sgΜέγα, Μέγηςmasc nom sg (epic)Μέγαι, Μέγηςmasc nom /voc plΜέγᾱͅ, Μέγηςmasc dat sg (doric aeolic) -
30 Μέγας
Μέγᾱς, Μέγηςmasc acc plΜέγᾱς, Μέγηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
31 μεγάβυξος
A Bagabukhša, lit. 'set free by God', Hdt.3.153, al., SIG 282.2 (Priene, iv B.C.), X.An.5.3.6, Str.14.1.23, App.BC5.9, Hsch., etc.:—hence [suff] μεγα-βύξειοι λόγοι, boastings, Id. (Usu. - βυζ- in codd., as Str., App., and Hsch. ll.cc., but - βυξ- in SIG l.c., v.l. in Hdt.3.153, 160, al., - bux- Quint.5.12.21 codd., - byx- Plin.HN35.93 codd. opt.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγάβυξος
-
32 Μέγαν
Μέγᾱν, Μέγηςmasc acc sg (epic doric aeolic)Μέγηςmasc acc sg -
33 μεγάνορα
μεγά̱νορα, μεγάνωρmasc /fem acc sg -
34 μεγάνορος
μεγά̱νορος, μεγάνωρmasc /fem gen sg -
35 μεγάνωρ
μεγά̱νωρ, μεγάνωρmasc /fem nom sg -
36 μέγ'
μέγα, μέγαςbig: neut nom /voc /acc sg -
37 μεγαβρεμέτης
A = μεγαλοβρεμέτης, ποταμός Orph.A. 749.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαβρεμέτης
-
38 μεγαδάκτυλος
μεγα-δάκτῠλος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαδάκτυλος
-
39 μεγάδωρος
μεγά-δωρος, ον,A = μεγαλόδωρος, ἄρουρα Opp.C.3.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγάδωρος
-
40 μεγαθαμβής
μεγα-θαμβής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαθαμβής
См. также в других словарях:
Μέγα — Μέγᾱ , Μέγης masc nom/voc/acc dual Μέγης masc voc sg Μέγᾱ , Μέγης masc gen sg (doric aeolic) Μέγης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… … Dictionary of Greek
Μέγα Χωρίο — Sp Mèga Chorijas Ap Μέγα Χωρίο/Mega Chorio L P. Sporadų ss. (Tilo s.) ir C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
μέγα — μέγας big neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέγα βιβλίον, μέγα κακόν. — См. Не многое, но много … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μέγα Γαρδίκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ., 211 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού και σε απόσταση 14 χλμ. ΒΔ των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πασάρωνος … Dictionary of Greek
Μέγα Δέρειο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 545 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορφέα … Dictionary of Greek
Μέγα Δουκάτο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 415 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, σε απόσταση 8 χλμ. ΝΔ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέου Σιδηροχωρίου … Dictionary of Greek
Μέγα Ελευθεροχώρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 759 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνας του νομού Λάρισας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποταμιάς … Dictionary of Greek
Μέγα Εύμοιρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 79 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σταυρουπόλεως … Dictionary of Greek
Μέγα Ευύδριο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 128 μ., 483 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Ενιπέα, σε απόσταση 47 χλμ. Ν της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ενιππέα … Dictionary of Greek