-
1 Aloud
adv.P. and V. μέγα, P. μεγάλῃ φωνῇ.Do not say aloud what you mean: V. ἃν λέγῃς... μὴ φωνεῖ μέγα (Soph., Phil. 574).My master prayed the contrary, speaking not the words aloud: V. δεσπότης ἐμός τἀναντίʼ ηὔχετʼ οὐ γεγωνίσκων λόγους (Eur., El. 808).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Aloud
-
2 Boast
subs.The boast of (concretely of persons or things): P. and V. σχῆμα, τό, V. πρόσχημα, τό, ἄγαλμα, τό, αὔχημα, τό (Eur., Phoen. 1131).——————v. intrans.P. and V. μέγα λέγειν, μέγα εἰπειν, Ar. and P. ἀλαζονεύεσθαι, P. μεγαλαυχεῖσθαι, ἐπικομπεῖν (Thuc.), Ar. and V. εὔχεσθαι, V. ἐξεύχεσθαι, ἐπεύχεσθαι (also Plat. but rare P.), ἐξεπεύχεσθαι, αὐχεῖν (also Thuc. but rare P.), ἐξαυχεῖν, κομπεῖν (rare P.), κομπάζειν (rare P.), ἐκκομπάζειν, φλύειν (Æsch., P.V. 504).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Boast
-
3 Brag
v. intrans.P. and V. μέγα λέγειν, μέγα εἰπεῖν, P. μεγαλαυχεῖσθαι, Ar. and P. ἀλαζονεύεσθαι, V. αὐχεῖν (also Thuc. but rare P.), ἐξαυχεῖν, εὔχεσθαι, ἐξεύχεσθαι, ἐξεπεύχεσθαι, ἐπεύχεσθαι (also Plat. but rare P.), κομπεῖν (rare P.), κομπάζειν (rare P.); see Boast.Brag of: see boast of.——————subs.P. μεγαλαυχία, ἡ, V. τὸ γαῦρον; see Boast, Boastfulness.Braggart, subs. Ar..and P. ἀλάζων, ὁ or ἡ. V. κομπός, ὁ (Eur., Phoen. 600).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Brag
-
4 Proud
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Proud
-
5 Rant
v. intrans.Talk like a demagogue: Ar. and P. δημηγορεῖν.——————subs.Boasting: P. μεγαλαυχία, ἡ; see Boastfulness.Demagogue's talk: P. δημηγορία, ἡ, V. στροφαὶ δημήγοροι, αἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rant
-
6 Vaunt
v. trans.P. ἐπικομπεῖν (Thuc.), V. κομπεῖν (rare P.), κομπάζειν (rare P.), Ar. and V. ἐπαυχεῖν (dat.), V. ἐξεύχεσθαι (acc.), γαυροῦσθαι (acc.); see boast of.absol., P. and V. μέγα λέγειν, μέγα εἰπεῖν, P. μεγαλαυχεῖσθαι, ἐπικομπεῖν (Thuc.), Ar. and P. ἀλαζονεύεσθαι, V. αὐχεῖν (also Thuc. but rare P.), κομπεῖν (rare P.), κομπάζειν (rare P.); see Boast.——————Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vaunt
-
7 мега...
(приставка для обозначения наименований кратных единиц физических величин, равных 1Ο^6) μέγα...Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мега...
-
8 держава
держава ж το κράτος, η δύναμη; великие \державаы οι μεγά λες δυνάμεις* * *жτο κράτος, η δύναμηвели́кие держа́вы — οι μεγάλες δυνάμεις
-
9 расшириться
расширить||сяφαρδαίνω (άμετ.), διευρύνομαι, ἐπεκτείνομαι/ μεγα-Κώνω (άμετ.) (увеличиваться). -
10 mega-
[meɡə]1) (a million, as in megaton. mega-) μεγα-(εκατομμύριο)2) ((also megalo- [meɡəlou]) large or great, as in megalomania.) μεγαλο- -
11 крестный
επ.του σταυρού•-ое знамение, το σημείο του σταυρού•
-ое целование το φίλημα του σταυρού (σαν όρκος)•
крестный ход θρησκευτική πομπή (με σταυρούς και σημαίες εικόνες), λιτανεία•
с ними -ая сила παλ. ο Θεός μαζί μας (για φόβο)• μέγας είσαι Κύριε! μέγα τ όνομα σου Κύριε!
-
12 материал
-а α.1. ύλη• υλικό•строительный материал οικοδομικό υλικό•
горячий материал καύσιμη ύλη•
упаковочный материал υλικό αμπαλαρίσματος (ύφασμα ή χαρτί)•
перевязочный материал υλικό επίδεσης (οι επίδεσμοι)•
сопротивление -ов αντοχή υλικών.
2. μτφ. πλθ. -ы, -ов στοιχεία, δεδομένα, πληροφορίες•-ы биографии Александра Великого υλικά βιογραφίας του Μέγα Αλέξανδρου•
-ы съезда υλικά του συνεδρίου.
3. ύφασμα, πανί. -
13 нагота
-ы θ.1. γυμνότητα, γύμνια.2. μτφ. ανεπάρκεια εφοδίων, φτώχεια, πενιχρότητα.εκφρ.нагота и босота – φτώχεια με το σακκί ή φτώχεια και το μέγα έλεος•во всей (своей) - – στη γυμνή αλήθεια (χωρίς επιτηδεύσεις, ωραιοποιήσεις και φτιασίδια). -
14 поэма
-ы θ.1. ποίημα•лирическая поэма λυρικό ποίημα•
эпическая поэма επικό ποίημα.
|| έργο πεζό (με μεγά,λο κύκλο γεγονότων).2. μτφ. ομορφιά, ωραιότητα, κάλλος.3. μουσικό έργο (κυρ ίως λυρικό). -
15 Airs
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Airs
-
16 Arrogant
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Arrogant
-
17 Clearly
adv.( Know or speak) clearly: P. and V. σαφῶς, Ar. and V. σάφα (rare P.), V. τορῶς, τρανῶς, σκεθρῶς, Ar. and P. καθαρῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Clearly
-
18 Enormously
adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Enormously
-
19 Exaggerate
v. trans.Exaggerate a petty smart: V. τὸ μηδὲν ἄλγος εἰς μέγα φέρειν (Soph., O.R. 638).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Exaggerate
-
20 Greatly
adv.Not a little: P. and V. οὐχ ἥκιστα.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Greatly
См. также в других словарях:
Μέγα — Μέγᾱ , Μέγης masc nom/voc/acc dual Μέγης masc voc sg Μέγᾱ , Μέγης masc gen sg (doric aeolic) Μέγης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… … Dictionary of Greek
Μέγα Χωρίο — Sp Mèga Chorijas Ap Μέγα Χωρίο/Mega Chorio L P. Sporadų ss. (Tilo s.) ir C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
μέγα — μέγας big neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέγα βιβλίον, μέγα κακόν. — См. Не многое, но много … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μέγα Γαρδίκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ., 211 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού και σε απόσταση 14 χλμ. ΒΔ των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πασάρωνος … Dictionary of Greek
Μέγα Δέρειο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 545 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορφέα … Dictionary of Greek
Μέγα Δουκάτο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 415 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, σε απόσταση 8 χλμ. ΝΔ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέου Σιδηροχωρίου … Dictionary of Greek
Μέγα Ελευθεροχώρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 759 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνας του νομού Λάρισας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποταμιάς … Dictionary of Greek
Μέγα Εύμοιρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 79 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σταυρουπόλεως … Dictionary of Greek
Μέγα Ευύδριο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 128 μ., 483 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Ενιπέα, σε απόσταση 47 χλμ. Ν της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ενιππέα … Dictionary of Greek