-
1 μεγαλοδωρος
-
2 μεγαλόδωρος
μεγαλόδωροςmunificent: masc /fem nom sg -
3 μεγαλόδωρος
η, ο [ος, ον ] щедрый -
4 μεγαλόδωρος
μεγᾰλό-δωρος, ον,A munificent,τύχη Democr. 176
, cf. Max. Tyr.17.2; (lyr.), cf. Plb.10.5.6, CPHerm. 119 viii 2 (iii A.D.): τὸ μ., = foreg., Plu.Ant.4, 43. Adv. - ρως Poll.3.119, Jul.Or.6.194d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόδωρος
-
5 μεγαλόδωρος
μεγαλό-δωρος, große, prächtige Geschenke machend -
6 μεγαλοδωρότερον
μεγαλόδωροςmunificent: adverbial compμεγαλόδωροςmunificent: masc acc comp sgμεγαλόδωροςmunificent: neut nom /voc /acc comp sg -
7 μεγαλοδωρότατον
μεγαλόδωροςmunificent: masc acc superl sgμεγαλόδωροςmunificent: neut nom /voc /acc superl sg -
8 μεγαλοδώρως
μεγαλόδωροςmunificent: adverbialμεγαλόδωροςmunificent: masc /fem acc pl (doric) -
9 μεγαλόδωρον
μεγαλόδωροςmunificent: masc /fem acc sgμεγαλόδωροςmunificent: neut nom /voc /acc sg -
10 μεγαλοδωροτάτη
μεγαλόδωροςmunificent: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic) -
11 μεγαλοδωρότατε
μεγαλόδωροςmunificent: masc voc superl sg -
12 μεγαλοδωρότατος
μεγαλόδωροςmunificent: masc nom superl sg -
13 μεγαλοδώροις
μεγαλόδωροςmunificent: masc /fem /neut dat pl -
14 μεγαλοδώρου
μεγαλόδωροςmunificent: masc /fem /neut gen sg -
15 μεγαλοδώρους
μεγαλόδωροςmunificent: masc /fem acc pl -
16 μεγαλόδωρα
μεγαλόδωροςmunificent: neut nom /voc /acc pl -
17 μεγαλόδωρε
μεγαλόδωροςmunificent: masc /fem voc sg -
18 μεγαλόδωροι
μεγαλόδωροςmunificent: masc /fem nom /voc pl -
19 μεγά-δωρος
μεγά-δωρος, = μεγαλόδωρος (?).
-
20 μεγαλοδώρω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μεγαλόδωρος — munificent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόδωρος — η, ο (ΑM μεγαλόδωρος, ον) 1. αυτός που δίνει μεγάλα και πλούσια δώρα, γενναιόδωρος 2. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλόδωρο(ν) η μεγαλοδωρία («τὸ φιλόδωρον καὶ μεγαλόδωρον», Πλούτ.). επίρρ... μεγαλοδώρως (Α) με γενναιοδωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) +… … Dictionary of Greek
μεγαλόδωρος — η, ο αυτός που μοιράζει απλόχερα δώρα, ο γενναιόδωρος: Ήταν τόσο μεγαλόδωρος που ξόδεψε όλη του την περιουσία σε φιλανθρωπίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλοδωρότερον — μεγαλόδωρος munificent adverbial comp μεγαλόδωρος munificent masc acc comp sg μεγαλόδωρος munificent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωρότατον — μεγαλόδωρος munificent masc acc superl sg μεγαλόδωρος munificent neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδώρως — μεγαλόδωρος munificent adverbial μεγαλόδωρος munificent masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόδωρον — μεγαλόδωρος munificent masc/fem acc sg μεγαλόδωρος munificent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωροτάτη — μεγαλόδωρος munificent fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωρότατε — μεγαλόδωρος munificent masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωρότατος — μεγαλόδωρος munificent masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδώροις — μεγαλόδωρος munificent masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)